Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Σκοτεινές κάλπες

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

ΕΧΕΙ ΖΗΣΕΙ Η ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΑΡΩΔΙΕΣ,
ΕΚΛΟΓΕΣ ΟΠΕΡΕΤΕΣ, ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΑ.
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΕΡΔΙΣΕΙ
ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ
ΕΥΣΗΜΑ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ Σ΄ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ
ΤΟΜΕΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
Μετά τον πόλεμο και κυρίως όταν έγινε το δημοψήφισμα για το πολιτειακό, αλλά και στις εκλογές όπου το ΚΚΕ είχε προκρίνει (πράγμα που αργότερα στην αυτοκριτική του καταδίκασε) την αποχή (μια άλλη πολιτική ανοησία που προωθείται από μερικούς ακόμη και σήμερα), είδα με τα μάτια μου στην ελληνική επαρχιακή πόλη, όπου είχαμε καταφύγει οικογενειακώς κατά την Κατοχή, κομματάρχη να οδηγεί στην κάλπη δεμένους με σκοινί- σαν κοπάδι- ψηφοφόρους. Είμαι μάρτυρας, και το έχω παλιότερα αναλυτικά περιγράψει, του τρόπου που ο κομματάρχης με ένα και μόνο ψηφοδέλτιο που είχε υποκλέψει (παίζοντας τον κομματικό αντιπρόσωπο) σφραγισμένο από τον δικαστικό αντιπρόσωπο κατόρθωσε να ελέγξει την ψήφο ενός ολόκληρου χωριού.

Έχω γίνει μάρτυρας να συνοδεύεται γνωστός αριστερός στην κάλπη με λόχο οπλισμένων Τεατζήδων (ΤΕΑ = Τμήματα Εθνικής Αυτοάμυνας). Έχω δει λυσσασμένους φανατικούς να ψάχνουν να βρουν ποιος τόλμησε να ρίξει μη αποδεκτό ψηφοδέλτιο που ξεφύτρωσε στην καταμέτρηση, θεωρώντας πως «μαγαρίστηκε το χωριό από μίασμα»!!

Ως στρατιώτης στην Κόρινθο το 1961 οδηγήθηκα μαζί με άλλους με επικεφαλής δεκανέα σε ορεινό χωριό της Κορινθίας κατά τις εκλογές της Νοθείας και όταν καταλύσαμε στο δημοτικό σχολείο, ο εκεί λοχαγός των ΤΕΑ μας έδωσε άδεια να σκορπίσουμε στα χωράφια και ανέλαβε αυτός τη φύλαξη της κάλπης. Την ημέρα των εκλογών μάς παραδόθηκαν κλειστά τα ψηφοδέλτια και ψηφίσαμε όλοι ανεξαιρέτως πρώτοι πριν προσέλθουν οι ψηφοφόροι. Το βράδυ, όταν καταμετρήθηκαν οι ψήφοι, όλο ανεξαιρέτως το χωριό (μαζί άραγε και μεις) είχαμε σταυρώσει τον τότε υποψήφιο Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, τον διαβόητο υπουργό του Μεταξά!!

Το 1963 στις εκλογές που πλειοψήφησε χωρίς αυτοδυναμία η Ένωση Κέντρου υπηρετούσα μαζί με άλλους καλλιτέχνες, μουσικούς, ηθοποιούς, στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων, όπου σήμερα, στην Κατεχάκη, η ΕΤ1. Όταν προκηρύχτηκαν οι εκλογές, ένα μήνα πριν οδηγηθούμε στις κάλπες, ο Σταθμός ήταν σε αυξημένη ετοιμότητα. Ανεστάλησαν οι άδειες και οι έξοδοι. Βέβαια υπήρχε μια ανοχή για τους ηθοποιούς που παίζαν στο θέατρο και τους μουσικούς που ηχογραφούσαν. Και ήταν πολλοί: ο Φέρτης, ο Καρακατσάνης, ο Μόρτζος, ο Σπύρος Φωκάς, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Γιώργος Μαρίνος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο δημοτικός τραγουδιστής Κώστας Σκαφίδας. Ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται τη νύχτα στον Σταθμό σε επιφυλακή. Ως εκ τούτου υπήρχε πρόβλημα ύπνου. Ο Σταθμός δεν είχε, βέβαια, κοιτώνες. Έτσι κοιμόμασταν όλοι αυτοί και άλλοι τόσοι, ανάμεσά τους ο Σπύρος Ευαγγελάτος, στρωματσάδα πάνω στις χλαίνες μας σ΄ ένα από τα στούντιο.

Το πιο αστείο ήταν ο πανικός τού επικεφαλής της ασφάλειας λοχαγού της Μουσικής, του σπουδαίου και σημαντικού συνθέτη και χαριτωμένου Επτανήσιου Διονύση Βισβάρδη. Ο άνθρωπος αυτός, χαμηλών τόνων και άκρας ευγένειας που μόνο μπαγκέτα είχε κρατήσει στα χέρια του, χρισμένος υπεύθυνος ασφαλείας του Σταθμού λόγω βαθμού, υποχρεώθηκε να χρεωθεί περίστροφο. Δεν έχω δει πιο πανικόβλητο άνθρωπο. Έβγαζε και έβαζε το όπλο στη ζώνη του, το περιεργαζόταν, το κρατούσε από την κάννη και το κουνούσε πέρα- δώθε, το άφηνε πάνω στο πιάνο (στο πιάνο κατέφευγε ο δύσμοιρος, λες κι έπαιρνε αμπάριζα και κουράγιο) και σαν να κρατούσε φίδι, το ξαναέβαζε στη θήκη στη ζώνη του.

Εκείνα τα βράδια της αϋπνίας (ποιος να βρει ύπνο στο πάτωμα με τους περισσότερους να ξαπλώνουν φορώντας τα άρβυλα και καπνίζοντας σ΄ έναν χώρο που ως αεροστεγές στούντιο καθιστούσε τη συνύπαρξη ανυπόφορη), περίπου δεκαπέντε μαντράχαλοι, χωρίς τότε, βέβαια, κινητά, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο (νέοι, ωραίοι, μοιραίοι, εραστές, αρραβωνιασμένοι και επίδοξοι σταρ), μακριά από τα καλλιτεχνικά στέκια, τα καμαρίνια, τις μπουάτ κ.λπ. ξεσπούσαν σε νευρικά γέλια, οργίαζαν τα ανέκδοτα και η σαχλαμάρα της ανδροπαρέας.

Οι υπάλληλοι του Σταθμού κρατούσαν μια στάση αναμονής. Εργαζόμενοι σ΄ έναν σεσημασμένο Σταθμό προπαγάνδας (οι στρατιώτες απασχολούμαστε στις μουσικές εκπομπές και στις θεατρικές παραστάσεις, όπως και στις λογοτεχνικές εκπομπές) περίμεναν με αγωνία (που έκρυβαν) τα αποτελέσματα, αφού ευρέως πλέον προεξοφλείτο η νίκη της Ένωσης Κέντρου. Ανάμεσα στους υπαλλήλους ήταν ο γνωστός λαϊκός στιχουργός Νίκος Μουρκάκος (διευθυντής προγράμματος) και μεγάλος ποδοσφαιρικός παράγοντας του ακμαίου τότε Εθνικού Πειραιώς.

Οι πιο δυστυχείς, αφού δεν μπορούσαν να εκδηλώσουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις, ήταν τρεις καλλιτέχνες- υπάλληλοι. Εν πρώτοις ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Κώστας Γιαννίδης (ως συνθέτης σοβαρής μουσικής με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Κωνσταντινίδης), σεμνός, αθόρυβος, ένας άκρως μελαγχολικός άνθρωπος, κλειστός με εξαίσιο και ιδιότυπο «λεπτό» χιούμορ. Εργάστηκα μαζί του στο ίδιο γραφείο και γνωρίζω πόσο τον κατάθλιβε ένα περιβάλλον αγροίκο και απάνθρωπο, όπου έπρεπε πολλά να καταπίνει και συνάμα να υπηρετεί τη σοβαρή μουσική αφού ήταν τμηματάρχης του μουσικού τομέα. Ο άλλος καλλιτέχνης ήταν ο Μίμης Κατριβάνος, ένας θυμόσοφος και κουρασμένος αλλά πολύ ταλαντούχος συνθέτης μεγάλων επιτυχιών, μουσικών κωμωδιών, οπερέτας. Τον έχει σημαδέψει (και τον συντηρούσε οικονομικά) το έξοχο τραγούδι του «Δυο πράσινα μάτια», ένα από τα διεθνή μας σουξέ διασκευασμένο από διάσημες ξένες ορχήστρες. Ο Κατριβάνος εβίωνε τα πάντα λάθρα και συνήθως σχολίαζε μουρμουριστά χαμογελώντας με νόημα.

Ο τρίτος καλλιτέχνης- μόνιμος υπάλληλος ήταν ο ηθοποιός και θιασάρχης Ηλίας Χριστογιαννόπουλος, θεατρίνος της παλιάς σχολής, πολύπειρος, με πείρα περιοδειών στην επαρχία και με δάφνες τότε πρόσφατες γιατί είχε κάνει σουξέ με αστυνομικά έργα όπου έπαιζε στο θέατρο και στο ραδιόφωνο με τρόπο χαρακτηριστικό και διεθνώς κωδικό τον δαιμόνιο επιθεωρητή που λύνει γρίφους και παγιδεύει διεστραμμένους δολοφόνους. Πρώτος ο Χριστογιαννόπουλος είχε ανακαλύψει και αξιοποιήσει το τάλαντο του νεαρού τότε Νίκου Φώσκολου.

Έχω δει λυσσασμένους φανατικούς να ψάχνουν να βρουν ποιος τόλμησε να ρίξει μη αποδεκτό ψηφοδέλτιο που ξεφύτρωσε στην καταμέτρηση, θεωρώντας πως «μαγαρίστηκε το χωριό από μίασμα»!

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

ΑΣ ΗΤΑΝ…*

Να γίνει μια απέραντη παραλία αυτός το τόπος, να γεμίσει οργή και διαμαρτυρία και ηλιοκαμένες επιδερμίδες.
Και να ‘ρχεται στο νου μας το νεαρό κορίτσι με τις ανταύγειες στα μαλλιά, το κινητό και το σακίδιο στον ώμο που φτύνει κατάμουτρα τον μαρμαρωμένο «μπάτσο».

Να γίνει μια απέραντη αρένα αυτός ο τόπος και να χορεύουν ξυπόλητοι οι λαθρομετανάστες, οι μέτοικοι και οι ιθαγενείς χορούς αναστενάρηδων.
Να ακούγονται συνθήματα διχαστικά και αντεγκλήσεις και μοιρολόγια και κορώνες λαϊκισμού «ανάμικτες με ιδεολογικά αναθέματα».

Και τα παιδιά με τις κουκούλες να σέρνουν τον χορό του Ζαλόγγου κι ένας-ένας να πηδάνε στο καινό απ’ τα παράθυρα οι «σφυγμομέτρες» κι οι επιβήτορες της εξουσίας.

Και να γεμίζει ο ουρανός πυροτεχνήματα και ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και «ψεύτικα μεγάλα λόγια», ικεσίες και βλασφημίες.

«Τελείωσε η πανήγυρης» να ωρύεται ο καταμετρητής και κανείς να μην τον ακούει.
Να χάνεται και να σβήνει η φωνή του, όπως χάνεται και σβήνει η ελπίδα του αναζητητή που μάταια ψάχνει το μονοπάτι που θα τον οδηγήσει στη μεγάλη αφετηρία.

Να γίνει ένας απέραντος αγρός αυτός το τόπος κι άλλο να μην χωράει από δέντρα οπωροφόρα και θρεπτικούς καρπούς, νερά κρυστάλλινα και καθαρό αέρα…

Να γίνει ένα θαύμα και να ξημερώσει η μακριά νύχτα περισυλλογή και υπευθυνότητα, εμπεριστατωμένο και συγκεκριμένο λόγο…

Να γίνει ένα θαύμα και να τελειώσει μια για πάντα η τηλεοπτική ύβρις, να καταδικαστεί η πολιτική αμετροέπεια, η αγυρτεία και η απάτη να εκλείψουν και να ορφανέψουν το ψεύδος και η ματαιοδοξία.

Ας ήταν να ξημερώσει μια μέρα που ο τόπος αυτός θα ξαναγίνει ευλογημένος...


*Δημοσιευμένο στην εφημερίδα "ΚΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" 13/6/09

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Σ΄ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΖΟΥΜΕ…


Σ’ αυτόν τόπο ζούμε, σ’ αυτόν περιφερόμαστε…
Όλα μας είναι γνωστά και όλα άγνωστα.
Έχει μυστικά αυτός ο τόπος που δεν τα γνωρίζουμε, μυστικά που κανείς δε μας τα ’πε. Μαθαίνουμε την αλήθεια μέσα από σιωπή, μέσα από τα σφιγμένα χείλη. Ανακαλύπτουμε καθημερινά τον χαμένο μας εαυτό μέσα από τον έπαινο και την κατακραυγή των άλλων, μέσα από λόγους και λογύδρια, μέσα από αποφάσεις και ετυμηγορίες…

Σ’ αυτόν τόπο ζούμε, σ’ αυτόν ελπίζουμε…
Δεν έχει τόπους σκιερούς να ξαποστάσουμε, κρύα νερά να πλύνουμε τα μάτια. Mονάχα μια ομίχλη, μια αχλή και ένας ήλιος βασανιστής να μας καίει το πρόσωπο, να μας ξεραίνει τα χείλη…
Δεν έχει χάδι γυναίκας αυτό ο τόπος, κλάμα μικρού παιδιού… Δεν έχει στρωμένο τραπέζι και άσπρο τραπεζομάντιλο
Μονάχα ριπές λόγων που μας γαζώνουν και το κρασί σκέτο ξύδι…

Σ’ αυτόν τόπο ζούμε, σ’ αυτόν ονειρευόμαστε…
Μαζί μ’ εσένα πορευόμαστε τη δημοσιά που οδηγεί στο τέμενος των μαινάδων, στα κυκλώπεια τείχη της απομόνωσης, στις κατάφωτες λεωφόρους των στρατηγημάτων και των υποσχέσεων…

Σ’ αυτόν τόπο ζούμε, σ’ αυτήν τη γωνιά της γης στρατοπεδεύουμε … Πολεμιστές του χτες και του σήμερα, ένδοξοι οπαδοί γενναίων στρατηγών και πολεμάρχων.
Μας ανυψώνουμε οι λόγοι τους, οι προτροπές και τα κελεύσματά τους μας γιγαντώνουν… Μας ρίχνουν στη φωτιά τα εμβατήρια και οι παιάνες τους…

Κι έτσι όπως γέρνει το ηλιοβασίλεμα και τρέχει η νύχτα να μας κλείσει τα μάτια, κάτι τα όνειρα που δεν είδαμε ποτέ, κάτι η αγωνία να μας βρει το πρωινό πίσω απ’ την πολεμίστρα, μας στήνει ξανά ολόρθους κι ευθυτενείς να παλεύουμε με νύχια και με δόντια τους ανέμους που ουρλιάζουν…

Χάρρυ Κλυνν

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ*


Αναρωτιέμαι για την ανάγκη της αλήθειας, της δημοσιογραφικής αλήθειας, που αυτοαναγορεύεται σε λόγο επαρκή, σε ανάγκη επεξηγηματικής επικοινωνίας, σε αιτία αναφοράς, σε σημεία και τέρατα, σε συμβαίνοντα, εκτιμώμενα, προγραμματιζόμενα, σχεδιαζόμενα και εν ψυχρώ εκτελούμενα…

Αναρωτιέμαι για την σκοπιμότητα των κατευθυνόμενων, για την απαστράπτουσα ιδιομορφία του κατ’ έννοια μεταμοντέρνου αντικειμενικού πατριωτισμού, για την ιδιάζουσα θρασυδειλία των αυτοσχέδιων μάγων της δημοσιογραφίας, των ατόμων και των ομάδων που επέζησαν ελέω εκδοτών και αφεντικών και επιβλήθηκαν εν είδη πυροδοτούμενου διαφημιστικού προϊόντος…

Αναρωτιέμαι για τους ευνοούμενους των θολών δεκαετιών, για τους ιδεολογικούς επαίτες της μεταπολίτευσης που διέρχονται τη δύση των σαθρών ιδεολογημάτων τους ακάματοι, υπερήφανοι, αυτάρκεις και αυτοϊκανοποιούμενοι…

Αναρωτιέμαι για εκείνους που «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» συνέπλευσαν με τις ομιχλώδεις αντιλήψεις μιας παρωχημένης αυτοτραυματικής αριστεράς και αιχμαλωτίστηκαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας νεοσοσιαλοικολογικής μεταμοντέρνας αντίληψης που θεωρεί τον εαυτό της κέντρο του περιβάλλοντος…

Αναρωτιέμαι και για το κύκνειο άσμα των φυλλάδων που επιβιώνουν λάθρα πλασάροντας ανερμάτιστα μικρολογιστικά ιδεολογικά μοντέλα και παρακμασμένα ορθολογιστικά θεωρήματα φιλελευθερίζοντα χαρακτήρα που ενθουσιάζουν διαπλεκόμενους, υπηρετούντες, ενταγμένους, αμοιβόμενους και αριστεροδεξιοφασίζοντα «εθνικοπροοδευτικά» μορφώματα.
Αναρωτιέμαι για τις χωρίς πριν, και χωρίς μετά «κοινωνικές εξεγέρσεις», για τους «κουκουλοφόρους» και τους πυρομανείς τρομοκράτες, για τους ποικιλόχρωμους «σπόνσορες των Δεκεμβριανών», για τους «αριστεριστές» της πολιτικής μιζέριας και των μικρομάγαζων, για τα παγιδευμένα αγόρια με τα σκουλαρίκια και τα κορίτσια με τις ανταύγειες…

Τέλος αναρωτιέμαι για το χαμένο χρόνο, για τον «αντάρτη της πόλης» που πυροβολεί στον καθρέφτη του μέλλοντος το τρομαγμένο του είδωλο, γεμίζοντας θρύψαλα ανεκπλήρωτων οραμάτων έναν κόσμο που βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά σε μια χαώδη «επαναστατική νιρβάνα»…

*Δημοσιευμένο στο "ΚΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ"