«Οι αρχές διέθεταν λεπτομερείς πληροφορίες για τις εγκληματικές δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής επί χρόνια» αλλά «οι δικαστικές και πολιτικές αρχές ήταν απρόθυμες να αναλάβουν δράση. Ο αντιρατσιστικός νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ και οι δράστες ρατσιστικών επιθέσεων έχαιραν ατιμωρησίας», γράφουν σε άρθρο τους στον «Guardian» ο Κώστας Δουζίνας, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Birkbeck College στο Λονδίνο, η Χαρά Κούκη, ιστορικός, και ο Αντώνης Βραδής, μέλος του Occupied London.
 
Οι συγγραφείς θυμίζουν ότι μόλις πριν από ένα χρόνο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας επέμενε ότι δεν υπήρχαν διασυνδέσεις μεταξύ αστυνομίας και Χρυσής Αυγής. Είχε μάλιστα απειλήσει τον «Guardian» με μήνυση για δυσφήμιση επειδή είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ για βασανιστήρια αντιφασιστών από αστυνομικούς.
 
«Η Χρυσή Αυγή έπρεπε να είχε χαρακτηριστεί εγκληματική συμμορία και να είχε αντιμετωπιστεί νομικά πριν από πολύ καιρό. Αυτή η πορεία δράσης θα ήταν αυτόματη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μετά τη δολοφονία, ευρωπαίοι πολιτικοί άφηναν να εννοηθεί ότι αν η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε τους νεοναζί, δεν θα έπρεπε να αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ τον Ιανουάριο», γράφουν.
 
Το κύριο κίνητρο της καθυστερημένης αντίδρασης των ελληνικών αρχών είναι ο πολιτικός υπολογισμός. «Μέχρι πολύ πρόσφατα, κορυφαίοι πολιτικοί της Δεξιάς και σχολιαστές πρότειναν στη Νέα Δημοκρατία να εξετάσει την περίπτωση να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με την Χρυσή Αυγή αν αυτή γινόταν πιο "μετριοπαθής"». Η κυβέρνηση παρουσίαζε την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα ως το ένα από τα δύο βίαια «άκρα».    
 
Η «θεωρία των δύο άκρων» είχε ως στόχο να φοβίσει τον κόσμο και να τον κάνει να απομακρυνθεί από τις αριστερές οργανώσεις και τα κινήματα που αντιστέκονταν στις επιθέσεις των νεοναζί και υποστήριζαν τα θύματα.
 
«Η σύλληψη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ανακούφισε πολλούς» _ μετανάστες, ομοφυλόφιλους, αριστερούς κ.ά. «Ελάχιστα όμως έχουν αλλάξει σε θεσμικό επίπεδο. Η εφαρμογή του ποινικού κώδικα σε εγκληματίες δεν θα αλλάξει τον ευρέως διαδεδομένο ρατσισμό που τροφοδοτείται από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠαΣοΚ», αναφέρει το άρθρο.
 
Φέρνει το παράδειγμα του Ανδρέα Λοβέρδου που είχε παρομοιάσει τη Χρυσή Αυγή με «ελληνική Χεζμπολάχ» επειδή δραστηριοποιείται στα μεγάλα ζητήματα και εμπνέει εμπιστοσύνη. Του Βύρωνα Πολύδωρα που παρότρυνε τη ΝΔ να σχηματίσει συνασπισμό με τη Χρυσή Αυγή. Αλλά και του ίδιου του Αντώνη Σαμαρά που δήλωσε τον Μάρτιο του 2012 ότι οι ελληνικές πόλεις έχουν καταληφθεί από λαθρομετανάστες και πρέπει να τις επανακαταλάβουμε.
 
Δείγματα γραφής της κυβέρνησης είναι η επιχείρηση Ξένιος Ζευς και τα «κέντρα κράτησης» παράνομων μεταναστών, η ανάκληση του νόμου περί ιθαγένειας που θα προσέφερε ελληνική ιθαγένεια στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, η ποινικοποίηση των φορέων του ιού του Aids και των ναρκομανών, οι διώξεις αντιφασιστών κ.ά. Οι συγγραφείς τονίζουν το εξής παράδοξο: «Η ίδια κυβέρνηση που απειλεί τη δημοκρατία και ανέχεται τον φασισμό παραδίδει στον εαυτό της δημοκρατικά εύσημα επειδή υποτίθεται έβαλε φρένο στον εξτρεμισμό».
 
«Για τον απλό κόσμο, ο αγώνας κατά της Χρυσής Αυγής δεν περιορίζεται στην καλοδεχούμενη αν και θεατρική σύλληψη της ηγεσίας της», καταλήγουν. «Ο αντιφασισμός είναι ένας πολιτικός αγώνας για το είδος ζωής που θέλουμε να ζούμε. Τον δίνουν καθημερινά πολίτες, ακτιβιστές, οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και κοινότητες μεταναστών. Είναι ένας αγώνας για δημοκρατία, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να κερδηθεί αν δεν ηττηθεί η συστημική αδικία της λιτότητας»