Μάταιος κόπος η εφαρμογή των μέτρων αφού, σύμφωνα με την Ernst &Young το χρέος θα είναι λίγο κάτω από το 160%, το 2020
Η «υγεία» της ευρωπαϊκής οικονομίας αναμένεται να επιδεινωθεί, κατά το επόμενο εξάμηνο πριν εμφανίσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια ελαφρά ανάκαμψη το 2013.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τα αποτελέσματα νέας έκθεσης της Ernst &Young,
Eurozone Summer Forecast (EEF).
Επιπλέον, γενικές προβλέψεις αναφέρουν αρκετούς κινδύνους, ιδιαίτερα αν οι πολιτικοί της Ευρωζώνης δεν συμφωνήσουν σε μια κοινή πορεία προόδου, κατά τη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιείται σήμερα και αύριο, στις Βρυξέλλες.
Ενώ η πρόβλεψη, αναφέρει ότι η Ευρωζώνη θα παραμείνει ενιαία με τη ελληνική κυβέρνηση να δεσμεύεται, εκ νέου, για το πρόγραμμα ΕΕ/ΔΝΤ και τις πιέσεις προς την Ισπανία και την Ιταλία να υποχωρούν, είναι σαφές ότι το 2012 θα είναι δύσκολη χρονιά.
Χωρίς ανάκαμψη της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και με δεδομένη την υψηλή ανεργία, οι προοπτικές παραμένουν δυσοίωνες.
Τα περιθώρια για την Ελλάδα να μην πετύχει τους στόχους μείωσης του ελλείμματος, μπορεί να είναι μικρά, καθώς θα πρέπει να επιτύχει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια προκειμένου να μειώσει τη σχέση χρέους/ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι μια βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου κατά 7% του ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2014 και σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα, θα οδηγήσουν τη σχέση χρέους/ΑΕΠ στο 120% στο τέλος της δεκαετίας, από το 160% που βρίσκεται σήμερα.
Όμως η μεγαλύτερη του αναμενόμενου, ύφεση και η παρατεταμένη περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας είχαν ως αποτέλεσμα να αποκλίνει η Ελλάδα φέτος από την πορεία επίτευξης των δημοσιονομικών της στόχων.
Ήδη τα μέτρα λιτότητας έχουν βυθίσει την οικονομία σε βαθιά ύφεση.
Το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 6,9% το 2011, τέταρτο έτος μείωσης, και εξακολουθούσε να είναι μειωμένο κατά 6,5% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012, ενώ το ποσοστό ανεργίας πλησίασε το 22% στις αρχές του 2012.
Επιπλέον, η παρατεταμένη, για αρκετά χρόνια λιτότητα, θα αποδυναμώσει περαιτέρω την εγχώρια οικονομία, προκαλώντας περαιτέρω μειώσεις της παραγωγής και ακόμη υψηλότερη ανεργία.
Αν δεν αναληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για την επανεκκίνηση της οικονομίας, αναμένεται ότι η οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση για τρία ακόμη χρόνια, με το ποσοστό της ανεργίας να ξεπερνά το 25%.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ernst &Young για την ανάπτυξη και το έλλειμμα, αναμένεται ότι η σχέση χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας θα βρίσκεται λίγο κάτω από το 160% το 2020.
Αν η Ελλάδα, παρεκκλίνει από τους στόχους για την ανάπτυξη και το έλλειμμα που ορίζει το σημερινό πρόγραμμα, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα χρειασθεί να αποδεχθούν μια αναδιάρθρωση του χρέους για να μειωθεί η σχέση χρέους/ΑΕΠ, καθώς ένα μεγάλο μέρος του χρέους οφείλεται σήμερα σε επίσημους δανειστές.
Η άμεση απειλή εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει, αλλά ο κίνδυνος παραμένει.
Οι πιέσεις στον τραπεζικό τομέα εξακολουθούν και αποτελούν σημαντική βραχυπρόθεσμη απειλή.
Η περίοδος της αυξημένης αβεβαιότητας ενέτεινε τις πιέσεις στον ήδη δοκιμαζόμενο τραπεζικό τομέα, καθώς η φημολογία για μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη οδήγησε σε εκροή καταθέσεων.
Αν όμως, συνεχισθεί η εκροή κεφαλαίων από τις τράπεζες, τότε η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Απαιτείται βαθιά και παρατεταμένη αναδιάρθρωση για τον τραπεζικό τομέα Η μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρείχε μια ευπρόσδεκτη ανακούφιση η οποία μείωσε τον κίνδυνο μιας άμεσης πιστωτικής κρίσης.
Οι τράπεζες, ανάφεραν, ότι τα πιστοδοτικά κριτήρια που θέτουν για τους εν δυνάμει δανειολήπτες, έχουν σταθεροποιηθεί, ενώ η ρευστότητα και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση των ίδιων των τραπεζών εμφανίζονται επίσης σταθεροποιημένες μετά από μια σημαντική επιδείνωση το 2011.
Ωστόσο, η ζήτηση για δάνεια ήταν σημαντικά χαμηλότερη στις αρχές του δεύτερου εξαμήνου του 2012.
Συνεπώς, ενώ η πιστωτική κρίση έχει αποτραπεί, ελάχιστα έχει συμβάλει αυτό στην ενθάρρυνση/βελτίωση της διάθεσης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών για δανεισμό.
Η αύξηση της ανεργίας εξακολουθεί να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα Η συνεχιζόμενη απόκλιση στις οικονομικές αποδόσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης συνέχισε να διευρύνει την ανισότητα στις αγορές εργασίας.
Το ποσοστό των ανέργων, πλησίασε το 25% στην Ισπανία, το 22% στην Ελλάδα και το 15% στην Πορτογαλία, μια αύξηση που κυμαίνεται μεταξύ 3% και 4% σε κάθε αγορά στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών.
Αυτό έχει υποσκάψει περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις και τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να υλοποιήσουν σχέδια μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία η ανεργία παραμένει κάτω από 6%.
Η επιδείνωση της αγοράς εργασίας, η μικρή αύξηση των μισθών και η αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον του ενιαίου νομίσματος επιδρούν αρνητικά στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Συνεπώς, το EEF προβλέπει ότι οι πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες θα αυξηθούν το 2012 κατά 0,9% στη Γερμανία και κατά 0,2% στη Γαλλία, ενώ θα παραμείνουν στάσιμες ή και θα μειωθούν σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρωζώνης.
Καθώς η αβεβαιότητα, γύρω από τη δομή της Ευρωζώνης, θα διαλύεται με την είσοδο στο 2013, το EEF προβλέπει ότι η καταναλωτική δαπάνη θα ανακτήσει τη δυναμική της στον «πυρήνα» της, σημειώνοντας αύξηση 1%.
Ωστόσο οι δαπάνες των νοικοκυριών, στην περιφέρεια, είναι πιθανόν να μειωθούν περαιτέρω το 2013 και η τάση να μην αναστραφεί πριν το 2014.
Ανάπτυξη έναντι λιτότητας Σε αυτό το ζοφερό και γεμάτο κινδύνους περιβάλλον, η συζήτηση σχετικά με τις πολιτικές, έχει αρχίσει να επικεντρώνεται στο πως θα επιτευχθεί ταχύτερα η ανάπτυξη, χωρίς την οποία, τα προγράμματα λιτότητας ενδέχεται να αποδειχθούν τελικά ανεπιτυχή.
Ορισμένα στοιχεία της δημοσιονομικής πολιτικής μπορούν να προσαρμοσθούν σε μια κατεύθυνση πιο φιλική προς την ανάπτυξη.
Η σύνθεση των δημοσίων δαπανών μπορεί να τροποποιηθεί σε εθνικό επίπεδο για να προωθηθεί η ανάπτυξη, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στις δαπάνες κεφαλαίου έναντι των τρεχουσών δαπανών.
Οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που είναι πιο υγιείς δημοσιονομικά, μπορούν να χαλαρώσουν τα προγράμματα εξυγίανσης για να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση και να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα στις υπόλοιπες χώρες.
Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο της στρατηγικής ανάπτυξης, θα πρέπει να είναι η διεύρυνση του εμπορίου με τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές.
http://dailynews24.gr/