Δικαίωμα του Δημήτρη Χαντζόπουλου να ασκεί κριτική σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, έστω κι αν τα πρώτα χρόνια της λιτότητας ζωγράφιζε μνημονιακές παπαρούνες, αφού τότε η κριτική του δεν ήταν αιχμηρή, αλλά κυρίως στρογγυλοποιημένη και αλλήθωρη. Ο μεταχρονολογημένα αντιμνημονιακός σκιτσογράφος στο τελευταίο κακοτέχνημα δεν σεβάστηκε ούτε τον θάνατο, ούτε τον θρήνο για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη.
Ο σκιτσογράφος παράφρασε τους στίχους του Νεγρεπόντη από το τραγούδι «κολλήγα γιος» -τη μουσική του οποίου εμπνεύστηκε ο Κηλαηδόνης-, φιλοτεχνώντας με τη γνωστή αστική του δεξιοτεχνία ένα ακόμα εξάμβλωμα.
«Κολιγιαννικός του παππού μου ο παππούς,
Κολιγιαννικός του παππού μου ο πατέρας
κι ο Χαρίλαος Κολιγιαννικός κι αυτός» γράφει στο σκίτσο, με φόντο ένα μισοβουλιαγμένο καράβι με το όνομα «Ελλάς».
Για τους μεταπολιτευτικούς καπεταναίους του πελατειακού ναυαγίου ο κ. Χαντζόπουλος δεν βρήκε έμπνευση, βρήκε όμως για τον θάνατο του Κηλαηδόνη.
Ίσως και οι απαιτήσεις για προσήκον σέβας απέναντι σε έναν πολιτικό χώρο που πενθεί για έναν στρατευμένο καλλιτέχνη είναι γράμματα που δεν φτάνει να δει από το αστικό του παρατηρητήριο ο κ. Χαντζόπουλος, καθόσον δυσκολεύεται να αποτίσει φόρο τιμής στον ίδιο τον νεκρό. Αλλά η κριτική με άρμα το θάνατο προκαλεί το θυμικό ακόμα και ανθρώπων που δεν ασπάζονται το διαλεκτικό υλισμό, φέρνοντας τάση για εμετό πάνω στην σκιτσαρισμένη ασέβεια.
«Είμαι πια ένας αστός σεβαστός.
Είμαι πια καθεστώς» καταλήγει.
Ούτε αστός, ούτε σεβαστός ο σκιτσογράφος. Παρ' όλα αυτά, καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να γίνει ο πρώτος κυνικός μικροαστός που κάνει τη μικροπρέπεια καθεστώς.
Όταν ο Χαντζόπουλος εμπνεύστηκε το παρακάτω σκίτσο, οι συγγενείς του Κηλαηδόνη δεν είχαν προλάβει να αποτεφρώσουν τη σορό του. Τελικά, οι μπουρζουάζικες καταβολές μόνο συνυφασμένες με την ευπρέπεια δεν είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου