Καλό παιδί ο κουμπάρος μου ο Λευτέρης, αλλά έτσι και του μπει κάτι στο μυαλό, άντε να του το βγάλεις.
«Κουμπάρε, δεν γίνετι, φέτους θα κάνουμι Πάσχα στ’ Αγρίνιο. Ιξάλλου μου το υποσχέθηκις»
«Μα...»
Το μάτι του γυάλισε.
«Δεν έχει μα και ξιμά, τ’ αρνί που θα φας στο χωριό, δεν ειν’ αρνί, είναι
βιλούδου!»
Λάδι έβαλα στο παιδί του, δε μπορούσα να αρνηθώ.
Μεγάλη Πέμπτη απογευματάκι μπήκαμε στο Λαντ Ρόβερ, ακούσαμε ίσαμε εκατό φορές τον Πετρέλη να κλαίει και να οδύρεται, «χτύπα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…» και φτάσαμε βαλαντωμένοι στο Αγρίνιο.
Το μεγάλο Σάββατο με πήγε μια βόλτα «δίπλα», να δω πως φτιάχνονται οι ρουκέτες.
Καμιά δεκαριά μαντράχαλοι μαζεμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο μπαρούτι και μασούρια επιδίδονταν με τρόπο τελετουργικό στην κατασκευή των ρουκετών.
Με το που με είδανε να ιδρώνω και να κιτρινίζω βάλανε τα γέλια κι ανάψανε κάνα δυο για πάρω κι εγώ τον αέρα.
Απ’ τον πολύ αέρα τρόμαξα, αλλά ήταν σαν να έκανα καρδιογράφημα… Με την τρομάρα που πήρα από καρδιά περδίκι πρέπει να είμαι.
Το βράδυ βάλαμε τα καλά μας για να πάμε στην Ανάσταση.
Δεν πηγαίναμε καλύτερα στη Βαγδάτη; Αυτό δεν ήταν Ανάσταση, πόλεμος ήτανε! Και να κροτίδες να σκάνε δίπλα μας, και να τα καπνογόνα κι εμείς να χοροπηδάμε σαν τα τραγιά. Μια φωτοβολίδα έπεσε στα γένια του παπά… Μια γριά πήρε φωτιά από μια ρουκέτα…
Αφού γλιτώσαμε από την Ανάσταση γυρίσαμε στο σπίτι να φάμε μαγειρίτσα. Δεν πρόλαβε να μας κατέβει το αντεράκι και ο κουμπάρος ήθελε σώνει και καλά να με πάει στα μπουζούκια να δω πως διασκεδάζει η επαρχία.
Μπορούσα να πω όχι; Λάδι στο παιδί του έβαλα. Πήγαμε και στα μπουζούκια. Ένας κακομοίρης βγήκε να πει Καζαντζίδη και οι θαμώνες άρχισαν να φωνάζουνε.
« Πες κανένα του Πετρέλη.... Χτύπα κι άλλο… »
Άρχισε ο σκύλος το «χτύπα κι άλλο…» και χάθηκε ο δόλιος μέσα στα λουλούδια... Του ήρθε κι ένα καλάθι στο μάτι κι ήρθε κι έδεσε το αυγολέμονο. Πάει ο σκύλος...
Γύρω στις έξι το πρωί γυρίσαμε και κατά τις 7 ο κουμπάρος έβαλε κλαρίνα στο μαγνητόφωνο και άρχισε να φωνάζει.
«Ιλάτε ρε, να του σουφλίσουμι»
Και να ’μαι κι εγώ με μάτι πιο κόκκινο κι απ’ τα κάρβουνα να γυρνάω στην σούβλα το αρνάκι και ο Ζάχος να τραγουδάει στο κασετόφωνο τον Μενούση που
«μεθυσμένος πάει την έσφαξε»
Και να την πέφτουν στο αρνί κουμπάροι, θείοι και ξαδέρφια και να το ξεπετσιάζουν… Και να τα κρασά και τα τσίπουρα...
«Άντε στην υγειά μας, κουμπάρε και του χρόνου με υγεία…»
Ήρθα και έγινα κουνουπίδι.
Κι εκεί που είπα, «ωραία, τη Δευτέρα θα κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι», με ξυπνάει από τα μαύρα χαράματα ο κουμπάρος για να με πάει σε ένα χωριό έξω από το Μεσολόγγι να δω τις ιπποδρομίες του Άη Γιώργη.
Κι εκεί που τρέχανε τα άλογα, παίρνει σβάρνα το ένα τ’ άλλο και γινόμαστε ένα μάτσο χάλια άλογα, θεατές και αναβάτες…
«Μην σηκώνεστε ακόμα τραβάμε», μας λέγανε τα συνεργεία της τηλεόρασης και το βράδυ με είδα αγκαλιά με τον κουμπάρο και μ΄ένα άλογο σε παράθυρο στο Μέγκα.
Και μετά η επιστροφή...
Μέχρι λίγο έξω απ’ το Αγρίνιο καλά ήτανε. Όταν πλησιάζαμε στο Αντίρριο η ουρά έφτανε ίσαμε τα δέκα χιλιόμετρα!
Βλέπαμε τους δυο πύργους απ’ τη γέφυρα, γέφυρα όμως δε βλέπαμε!
«θα ΄γινε κάνα τρακάρισμα πιο μπροστά και ήρθαμε και φρακάραμε…» μονολόγησε ο κουμπάρος μου.
Στα διπλανά μας αυτοκίνητα άρχισαν να βρίζουν την κυβέρνηση…
Δυο άλλοι λέγανε ότι στις εκλογές θα ψηφίσουνε τον Λεπέν!
Ένας άλλος να επιμένει ότι όλα τα κάνουν οι Πασόκοι που κάνουν σαμποτάζ στην κυβέρνηση…
Τελικά, μετά από τέσσερις ώρες περάσαμε τη γέφυρα… Ξανακούσαμε καμιά τριανταριά φορές τον Πετρέλη, «Χτύπα κι άλλο, κι άλλο,
κι άλλο…» και αφού φρακάραμε πενήντα φορές σε ισάριθμα σημεία της Εθνικής οδού, φτάσαμε κατά τις 3 τα ξημερώματα στο Χαλάνδρι.
«Κουμπάρε, δεν μπορείς να πεις; Είχες ξανακάνει τέτοιου Πάσχα;»
«Όχι κουμπάρε», του είπα, «αυτό θα μου μείνει αξέχαστο, ήταν, πράγματι, κάτι το διαφορετικό»
«Στο ’λεγα, αλλά δεν με πίστευες», συμπλήρωσε ο κουμπάρος και έβαλε μπρος το Λαντ Ρόβερ. «Και του χρόνου»
«Του χρόνου κουμπάρε δεν πάω πουθενά, θα κάτσω σπίτι μου», μουρμούρισα.
«Είπες τίποτα, κουμπάρε;»
«Τίποτα, κουμπάρε μου, τίποτα… Και του χρόνου…» απάντησα γρήγορα–γρήγορα κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
Μες στην ησυχία της νύχτας άκουγα να σβήνει σιγά-σιγά η φωνή του κουμπάρου μου που κρατούσε σεγκόντο στον Πετρέλη…
«Χτύπα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο….»
Ακριβώς έτσι. Τόσα χρόνια έκανα Πάσχα στην πόλη. Είπα κ εγώ να κάνω μια χρονιά στην επαρχία. Ε λοιπόν δεν κατάλαβα Πάσχα, ούτε Ανάσταση, ούτε Εκκλησία, παρά μόνο αρνιά, πέτσες, θείτσες που κουτσομπολεύουν το χωριό, επείδειξη μόδας από τα χωριατόπαιδα που ήταν 24/7 ντυμένα με την τελευταία λέξη της μόδας (τύφλα νά'χει το παρίσι) κ άλλα τέτοια... Του χρόνου λοιπόν επιλέγω εγώ τι θέλω, κ ίσως καταλάβω Ανάσταση. Α ρε αθάνατη Ελληνική Επαρχία!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή