Κερασούντα. Μνημείο προς τιμήν του Τοπάλ Οσμάν, που έκανε «απελευθερωτικό αγώνα» σύμφωνα με την τουρκική και Ρεπούσ-ΙΟ οπτική και «εξολόθρευσε τους Ρωμιούς της Μαύρης Θάλασσας και τους πέταξε στην Άσπρη Θάλασσα», όπως αναγράφεται επ’ αυτού.
«Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»
Γ. Σεφέρης: «Δοκιμές»
«Η Ιστορία δεν παραγράφεται ούτε και διαγράφεται. Κυρίως, δεν διαστρέφεται και δεν αποστειρώνεται, επειδή τα ιστορικά γεγονότα έχουν πείσμα και διάρκεια. Η Ιστορία είναι αντικειμενική; Εξαρτάται από την οπτική γωνία, τις ιδεοληψίες και τα κίνητρα του γράφοντος. Ένας ιστορικός, όμως, που σέβεται την Ιστορία και τα γεγονότα ίσταται ενώπιόν τους με ερευνητική και κριτική, αναλυτική και επεξηγηματική ματιά. Δεν αρπάζει το μαχαίρι για να τα κρεουργήσει ή να τα συρρικνώσει σε σκοπιμότητες και πολιτικές ή άλλες ιδιοτέλειες της εποχής ή όσων αποφάσισαν το τέλος, δήθεν, της Ιστορίας και εξ αυτού την αφυδάτωση και την απονέκρωσή της. Δηλαδή, τον ενταφιασμό όσων γεγονότων εμποδίζουν τον ιστορικό εξανδραποδισμό λαών, που αντιστέκονται στην ιστορική, βιολογική και εθνική τους κάθαρση»
Σάββας Ιακωβίδης
Αναρωτιέμαι για την ανάγκη της αλήθειας, της δημοσιογραφικής αλήθειας που αυτοαναγορεύεται σε λόγο επαρκή, σε ανάγκη επεξηγηματικής επικοινωνίας, σε αιτία αναφοράς, σε σημεία και τέρατα, σε συμβαίνοντα, εκτιμώμενα, προγραμματιζόμενα, σχεδιαζόμενα και εν ψυχρώ εκτελούμενα…
Αναρωτιέμαι για την σκοπιμότητα των κατευθυνόμενων, για την απαστράπτουσα ιδιομορφία του κατ’ έννοιαν μεταμοντέρνου αντικειμενικού πατριωτισμού, για την ιδιάζουσα θρασυδειλία των αυτοσχέδιων μάγων της δημοσιογραφίας, των ατόμων και των ομάδων που επέζησαν ελέω εκδοτών και αφεντικών και επιβλήθηκαν εν είδη πυροδοτούμενου διαφημιστικού προϊόντος…
Αναρωτιέμαι για τους ευνοούμενους των θολών δεκαετιών, για τους ιδεολογικούς επαίτες της μεταπολίτευσης που διέρχονται τη δύση των σαθρών ιδεολογημάτων τους ακάματοι, υπερήφανοι, αυτάρκεις και αυτοικανοποιούμενοι…
Αναρωτιέμαι για εκείνους που «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» συνέπλευσαν με τις ομιχλώδεις αντιλήψεις μιας παρωχημένης αυτοτραυματικής αριστεράς και αιχμαλωτίστηκαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας νεοσοσιαλοικολογικής μεταμοντέρνας αντίληψης που θεωρεί τον εαυτό της κέντρο του περιβάλλοντος…
Αναρωτιέμαι και για το κύκνειο άσμα των εφημερίδων που επιβιώνουν λάθρα πλασάροντας ανερμάτιστα μικρολογιστικά ιδεολογικά μοντέλα και παρακμασμένα ορθολογιστικά θεωρήματα φιλελευθερίζοντα χαρακτήρα που ενθουσιάζουν διαπλεκόμενους, υπηρετούντες, ενταγμένους, αμοιβόμενους και αριστεροδεξιοφασίζοντα «εθνικοπροοδευτικά» μορφώματα...
Αναρωτιέμαι και για το συρφετό των «υπεράνω» που γνωρίζουν τι πράττουν και το πράττουν προκειμένου να επιβιώσουν και να αποποιηθούν δημοσίως του λάθους που κατ’ ιδίαν παραδέχονται…
Έτος νεοταξικό 2007…
Η κατά παραγγελία ιστορία, αφυδατωμένη, μικροκαμωμένη και ανήμπορη κραυγάζει περισσότερο από το θορυβώδες παρόν ζητώντας με βιασύνη να θέσει τη σφραγίδα της στο νεφελώδες παγκοσμιοποιημένο μέλλον των πολυεθνικών και των συνδικάτων…
«Προϊόν» ονομάζει ο Ιός της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ δημοτικού στη «ζούγκλα της αγοράς»…
Προϊόν θα αποτολμούσα να αποκαλέσω μάλλον εγώ τη ζούγκλα στην αγριότητα των εικόνων, των κειμένων και των βιβλίων…
Όροι ανεστραμμένοι σε ανεστραμμένες πολιτικές, τακτικές και αντιλήψεις.
Μένουμε όμως τόσο στη μια περίπτωση, όσο και στην άλλη, στην «αγριότητα» αφήνοντας κατά μέρος «ζούγκλες» και «βιβλία»…
Και οι από μηχανής, ποιας μηχανής άραγε, Ιοί… ινφλουέντζα αναλαμβάνουν να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα, τα εθνικά και θρησκευτικά πιστεύω των εθνικοφρόνων γενικώς, βάζοντας στο ίδιο μίξερ το ΛΑ.Ο.Σ., το λεπενικό «Ελληνικό Μέτωπο» του Μάκη Βορίδη, την ομάδα γύρω από τα έντυπα «Αρδην» και «Ρήξη» του Γιώργου Καραμπελιά, την υπερατλαντική ελληνοαμερικάνικη εθνικοφροσύνη… και… και… και…
Όλα στο μίξερ μαζί με το αίμα και τα δάκρυα του Ποντιακού Ελληνισμού που στάθηκαν η αιτία να διαλυθεί η «εθνική ομίχλη» που σκέπαζε τα αρβανιτοχώρια της παλιάς Ελλάδας και τα σλαβόφωνα καντούνια της Μακεδονίας.
Πιστός και συνεπέστατος στα κελεύσματα της Νέας Τάξης ο Ιός της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, αλλά σχεδόν όπως πάντα αλαζονικά ημιμαθής και ανιστόρητος, επικεντρώνει την «κριτική» του στις ιδεοληψίες του «εθνικόφρονος χώρου», στη «σημασία της Ορθοδόξου Παραδόσεως στη διατήρηση της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων», στον «χωρίς το επίθετο Αγιο Κοσμά Αιτωλό», στον «ηρωισμό, στην αυτοθυσία, στο μαρτύριο και στην εθνική αγωνιστικότητα, που χαρακτήριζαν την επανάσταση…», στην «ιστορία της Μαντούς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη» κλπ… κλπ… και καταπίνει μεγαλοπρεπώς την κάμηλο της Ποντιακής γενοκτονίας και του προσφυγικού ολοκαυτώματος!
Επιτίθεται, κατακεραυνώνει, λοιδορεί, περιφρονεί, ανακαλύπτει σωρεία Ελληνικών εγκλημάτων, λεηλασίες, σφαγές Τούρκων, βιασμούς και καταλήγει εν θριάμβω πλήρους αυταρέσκειας και ανοησίας με λεκτικές επιθέσεις που θυμίζουν μεταπολιτευτικά φοιτητικά αμφιθέατρα: «Αν μιλάμε, όμως, για πραγματικά βιβλία ιστορίας κι όχι για ασκήσεις φαιάς προπαγάνδας, η καταγραφή των βιαιοτήτων δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη: δίπλα στις σφαγές των Ελλήνων από τους κεμαλικούς πρέπει ν’ αναφέρονται οι λεηλασίες και οι βιασμοί που συνόδευσαν την απόβαση στη Σμύρνη, η συστηματική καταστροφή των τουρκικών χωριών της ενδοχώρας και η σωρεία εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε στο διάβα του ο ελληνικός στρατός. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να εξηγηθεί, με βάση τις επίσημες ελληνικές στατιστικές της εποχής, ποια ήταν ακριβώς η εθνολογική σύνθεση των «υπό απελευθέρωση» πολεμικών θεάτρων».
Και ξανακαταπίνει την Ποντιακή κάμηλο ο εμβριθέστατος ιδεολογικός Ιός… του έμπολα…
Η ιστορική του γνώση φτάνει μέχρι τις λεηλασίες και τους βιασμούς που συνόδευσαν την απόβαση του ελληνικού στρατό στη Σμύρνη και τη «συστηματική καταστροφή των τουρκικών χωριών της ενδοχώρας».
Δεν έχει ούτε τη γνώση, αλλά ούτε και τη δύναμη να προχωρήσει μέχρι την 19η Μαΐου 1919, ημέρα πού ο Κεμάλ, αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα, οπότε και άρχισε η συστηματική επιχείρηση της εξοντώσεως ενός ολόκληρου λαού.
Δε γνωρίζει ή καμώνεται πως δε γνωρίζει τους τρόπους, τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι, για να εξοντώσουν τον Ποντιακό Ελληνισμό…
Δεν έχει ιδέαν για την επιστράτευση και εξόντωση νέων, τα τάγματα εργασίας-τάγματα θανάτου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τη συνεχή εργασία και αγγαρείες κάτω από άθλιες συνθήκες, τις επιδρομές των ατάκτων και τις σφαγές των αμάχων στα ελληνικά χωριά…
Δε θέλει να ξέρει ο αιρετικός αστός της επαμφοτερίζουσας δημοσιογραφίας ότι τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Έλληνες του Πόντου αριθμούσαν 700.000 άτομα και από αυτά μέχρι το 1923 είχαν εξοντωθεί με ειδεχθείς τρόπους 353.000. Η γενοκτονία των Ποντίων ( 1916 – 1923 ) με 353.000 νεκρούς που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας, είναι άγνωστη στην κυρία Ρεπούση και και στα κραυγάζοντα δημοσιογραφικά απομεινάρια. Εν ονόματι του νεοταξικού δόγματος του «πανδοχείου» πάει περίπατο η «γενοκτονία» ως όρος όπως διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου.
Κατά τη ΡεπούσΙΟ ιστορική λογική το πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις, όπου γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι (στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί) είναι υπαρκτό μονάχα στα μυαλά των ηλιθίων και φανατικών προσφύγων…
Η μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, του Ποντιακού Ελληνισμού συγκεκριμένα, υπάρχει μόνο στα μυαλά τα δικά μας!!!
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που η γενοκτονία των Ποντίων η οποία έχει τις ίδιες ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, αποτελεί, δυστυχώς, τη λιγότερο μνημονευόμενη και περισσότερο λησμονημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς.
Μάθετε λοιπόν κυρίες και κύριοι «καθηγητοδημοσιογράφοι» της ιστορικής λήθης την ιστορία όπως την έζησαν στο πετσί τους οι γονείς και οι παππούδες μας.
«Σκοπός των Τούρκων και του «απελευθερωτή» Κεμάλ ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολίσεις των χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει.
Το τελικό πλήγμα. Το 1919 αρχίζει νέος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον Ποντιακό Ελληνισμό.
Στις 19 Μαϊου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ, εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο.Με την επικράτηση του «απελευθερωτή» Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει. Οι φωνές λιγοστεύουν.Ελληνικός λαός - Προσφυγικός λαός … Τον επίλογο της τραγικής ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων μετά τη νίκη της Τουρκίας. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία ζωντανά υπολείμματα. Οι ξεριζωθέντες εγκαταλείπουν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου. Αφήνουν πίσω τη Μαύρη Θάλασσα και μπαίνουν στην Άσπρη Θάλασσα. Φτάνουν στην Ελλάδα περιμένοντας επί 85 ολόκληρα χρόνια την ιστορική δικαίωση που δεν ήρθε ποτέ.
« Άφαντη» η ιστορία των Ποντίων… Η ιστορία της καταστροφής, το χρονικό της συγκλονιστικής γενοκτονίας, έχει φτάσει στις μέρες μας μόνο με τον λυγμό των ξεριζωμένων. Διάσπαρτες αφηγήσεις, όσα κρατάει ο νους, όσα μπορεί και θέλει να συγκρατήσει. Νωπές είναι οι αναμνήσεις, αδιάψευστα τα στοιχεία και οι καταθέσεις των προσφύγων, εκείνων που μόλις είχαν γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια. Κι όλοι στηρίζουν το αίτημα που τόσο έχει βραδύνει: να αναγνωριστεί η γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και να καταδικαστεί η Τουρκία έτσι όπως καταδικάστηκε στην ιστορική συνείδηση της ανθρωπότητας και η ναζιστική Γερμανία»
Και καταδικάστηκε με το «εξαίρετο πόνημα» της κυρίας Ρεπούση και των Ατατουρκολάγνων συνεργατών της!!!
Καταδικάστηκε με τις μεταμοντέρνες εκρήξεις ιστορικού ορθολογισμού και ελαφρότητας του Ιού της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ!!!
Καταδικάστηκε με τις θέσεις και τα επιχειρήματα των «υπέρλαμπρων άστρων της θεωρίας του ιστορικού ενταφιασμού» κ.κ. Χ. Παναγιωτόπουλου, Α. Λιάκου, Χρ. Λούκου, Ηλ. Νικολακόπουλου και Στέφανου Πεσματζόγλου
Κύριοι καθηγητές, κυρίες και κύριοι «εκσυγχρονιστές» ιστορικοί, κυρίες και κύριοι δημοσιογράφοι ερευνητές της ιστορικής αλήθειας και εκτιμητές του μέτρου της «εθνικοφροσύνης», ιστορία μπορούν να γράψουν όσοι αισθάνονται την ανάγκη απονομής Δικαιοσύνης στα θύματα και στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Και πριν απ’ όλα, στη προστασία του γένους των Ανθρώπων. Στην ανάγκη να πάψει πια το φρικτό έγκλημα της γενοκτονίας να αποτελεί εύκολη λύση των διεθνών προβλημάτων.
Οι Τούρκοι αρνούνται σήμερα τη σφαγή του 1922 – τη σφαγή των Ελλήνων. Κι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδουν στις αναπόφευκτες ακρότητες του πολέμου. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Η γενοκτονία των Χριστιανών ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των μεινοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Ένα σχέδιο που άρχισε να εφαρμόζεται από το 1914, με τον πρώτο διωγμό. Και ολοκληρώθηκε μετά την καταστροφή του 1922.Οι Τούρκοι αρνούνται… Και έχουν λόγους να αρνούνται… ΕΣΕΙΣ,ΟΜΩΣ, ΓΙΑΤΙ;
«Οι Πόντιοι, όμως δεν ξεχνούν και επιλέγοντας την 19η Μαϊου ως ημέρα μνήμης, ημέρα που στην Τουρκία αποτελεί εθνική γιορτή της τουρκικής νεολαίας, αποκαλύπτουν το πραγματικό εγκληματικό πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ πασά.
Ο Ελληνισμός τιμά τη μέρα αυτή τη μνήμη της μεγάλης θυσίας–το κουράγιο των τρομαγμένων, κατατρεγμένων, καταταλαιπωρημένων θυμάτων, που μπόρεσαν να κλείσουν στις ψυχές τους τις αλησμόνητες πατρίδες και να τις ξαναστήσουν στα γκέτο των συνοικισμών, όπου τους έκλεισε η προσφυγιά. Αναπόσπαστο κομμάτι της κληρονομιάς μας...
Οι πρόγονοί μας άφησαν τη ζωή τους, και πολλοί από αυτούς έμειναν άθαφτοι στον αγώνα τους να μην αλλοιωθεί η πίστη τους, να μη χαθεί η δική τους και με τη σειρά δική μας εθνική ταυτότητα.
Η κληρονομιά μας αυτή φαντάζει βαριά κι ασήκωτη, μα αν την κατανοήσουμε θα δούμε πως είναι μια κληρονομιά μοναδική και πολύτιμη. Μια κληρονομιά βαθιάς ευθύνης και υπευθυνότητας απέναντι στις επόμενες γενιές. Σε μια εποχή, που τα πάντα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση, μια εποχή των εύκολων λύσεων μας δίνεται η ευκαιρία να αγωνιστούμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο για το έθνος μας και την ιστορία του.
Χρέος μας λοιπόν είναι να μάθουμε ό,τι μπορεί να μας προσφέρει η σημερινή εποχή, μέσα από τις αφηγήσεις, μαρτυρίες και τα βιβλία–ιστορικά και λαογραφικά-την ιστορία του έθνους μας.
Δυσυχώς, έχει μείνει ένα μεγάλο και τραγικό κομμάτι της ιστορίας μας έξω από τα σχολικά εγχειρίδια, γεγονός που αποτελεί έγκλημα βαρύ απέναντι η στους προγόνους μας, απέναντι στην ελληνική ιστορία.
Ένας λαός χωρίς ιστορία είναι καταδικασμένος να αφανιστεί. Λείπουν οι γερές ρίζες για να επιβιώσουν οι ιδιαιτερότητές του, ειδικά σε μια εποχή, που χαρακτηρίζεται από την αφομοίωση των διαφόρων φυλών και εθνικοτήτων. Σ’ αυτό πρέπει να αντισταθούμε. Η ειρηνική συμβίωση των λαών δεν προϋποθέτει την αφομοίωσή τους, μα την κατανόηση και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ τους.
Στο δικό μας χέρι δίνονται όλα αυτά τα αδιάψευστα γεγονότα και φαίνεται οι ψυχές των προγόνων μας να μας θυμίζουν πως δεν κάνει να μείνουν στο περιθώριο, να ξεχαστούν. Μόνο έτσι ο θάνατός τους θα δικαιωθεί. Ας θέσουμε ως σκοπό μας, όχι την καταδίωξη κάποιου λαού, μα να μην αφήσουμε την ιστορία του λαού μας στο έλεος “κάποιων” συμφερόντων, που θα οδηγήσουν στην παραχάραξη της» όπως πολύ ορθά υπογραμίζει Σοφία Καρυπίδου*
Που να τη βρεί τη γνώση όμως η κάθε Ρεπούση και ο κάθε Ιός της νεοταξικής γρίπης…Θέλει αρετήν και τόλμη η ελευθερία… Θέλει και λίγη πρωτοτυπία στο γράψιμο γιατί η επιχειρηματολογία του Ιού υπέρ των μεταμοντέρνων ιστορικών της παρέας Ρεπούση φέρνει πιο κοντά σε ήθος και χαρακτήρα μεσημεριάτικου τηλεοπτικού life style show: «Τους αναθεματισμένους προοδευτικούς συγγραφείς του βιβλίου της Στ’ Δημοτικού πρέπει να τους στήσουν σε αγχόνες στην Πλατεία Συντάγματος»….Και τελειώνει ο δημοσιογραφικός HIV με την ιστορική του σαλάτα του ρίχνοντας και την απαραίτητη σοσιαλνεοαστικοταξικομεταμοντέρνα ιδεολογική του σάλτσα, «γιατί οι “επτά σοφοί” αυτοί δεν είναι απλά ανιστόρητοι, είναι προδότες, είναι σκουλήκια και διορίστηκαν για να συγγράψουν τα νέα βιβλία του Δημοτικού επί της επάρατης Πασοκοκρατίας αλλά δυστυχώς δεν αποσύρθηκαν ακόμα από την κυβέρνηση της Ν.Δ.».
Ο Μουσταφά Κεμάλ λοιπόν, σύμφωνα με την κυρία Ρεπούση, την αστοιχείωτη καθηγητική crème de la crème και τα δημοσιογραφικά υπόλοιπα του Ιού… της γρίπης των πουλιών, «απελευθέρωσε τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, το Αϊβαλί κ.λπ. από τους Έλληνες!Και εφόσον ο Κεμάλ έκανε «απελευθερωτικό αγώνα», οι εχθροί του έκαναν ιμπεριαλισμό.Εφόσον λοιπόν οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι, οι Αρμένιοι ήταν κακοί ιμπεριαλιστές–μαζί με τους Ελλαδικούς που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη το ’19- καλά να πάθουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκφραστεί έστω και η στοιχειώδης συμπάθεια γι’ αυτούς».
Και δεν είναι μόνο το Ποντιακό ζήτημα που ρίχνεται στο μεταμοντέρνο νεοταξικό καιάδα.«Το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν υπήρξε ποτέ ριζοσπαστικό κίνημα, ότι δεν υπήρξε ποτέ αντίσταση, ότι δεν υπήρξαν ποτέ θυσίες. Το πρόβλημά μας είναι ότι δύο από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού είναι οι έννοιες της αντίστασης και της θυσίας» επισημαίνει ο Ν. Λυγερός στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ…
Για να τα πει όλα εντέλει με μια πρόταση ο Αρης Φακίνος:«Όχι μόνο μας έκλεψαν τη ζωή, αλλά τώρα θέλουν να μας κλέψουν και το θάνατό μας…»
* Iστοσελίδα του Συλλόγου Ελλήνων Ποντίων Βισμπάντεν και περιχώρων.
Όλα τα αναφερόμενα ιστορικά στοιχεία είναι κόπος και πόνος διακεκριμένων Πόντιων ιστορικών, επιστημόνων, δημοσιογράφων και απλών ερευνητών που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με το ζήτημα της ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ.
Pages
▼
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2007
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007
ΔΙΑΛΙΕΧΤΕ...
H ΣKEΨH THΣ EBΔOMAΔAΣ
Όσα δε φτάνει η αλεπού, βάζει σκάλα και τα πιάνει!
AΛΛHΛOΓPAΦIA
• Kύριε Kλυνν
Tις προάλλες πέρναγε από την Tσιμισκή και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τους καταστηματάρχες να κοιτάνε τους περαστικούς που περνούσανε απ’ έξω από τα καταστήματά τους και να συζητάνε σε έντονο ύφος με τους υπαλλήλους τους. Mήπως ξέρετε τι συζητούσαν εν ώρα δουλειάς;
• Aγαπητέ κύριε
Aν πλησιάζατε θα σας είχαν λυθεί όλες σας οι απορίες. Aυτό συμβαίνει κάθε μέρα οι καταστηματάρχες κοιτάνε τους περαστικούς και βάζουνε στοιχήματα με τους υπαλλήλους.Aυτός θα μπει, αυτός δεν θα μπει, αυτός θα μπει, αυτός δεν θα μπει…Kαταλάβατε;
•Kύριε Kλυνν
O Έλληνας συνεχώς κλαίγεται ότι δύσκολα τα βγάζει πέρα, αλλά αν προσέξατε όλοι έχουν και δεύτερο αυτοκίνητο. Πως συμβιβάζετε αυτό με τα όσα λένε;
• Aγαπητέ κύριε
O Έλληνας αγοράζει δύο αυτοκίνητα όχι επειδή του περισσεύουν χρήματα, αλλά από ανάγκη. Παρκάρει το ένα και κυκλοφορεί με το άλλο.Έτσι έχει πάντα μια θέση πάρκινγκ στη διάθεσή του.
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Άμα σε αφορίσει η εκκλησία, δε λιώνεις μετά θάνατον. Ένας αναξιοπαθών συνταξιούχος με πέντε παιδιά πήγε και τους παρακάλεσε να του αφορίσουν τα ρούχα και τα παπούτσια!
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Kαι μετά σου λένε ότι οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σταθερές…Προχθές σταμάτησε ένα θωρακισμένο της Γκρουπ Τέσσερα, έξω από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και ξεφόρτωσε πατάτες!
ΣAΣ ΠPOTEINΩ
•Ξηλώστε τον μετρητή της ΔEH και γραφτείτε μέλος στην ενορία της γειτονιάς σας.Aπό ’κεί θα σας στέλνουν τα απαραίτητα κεριά για να βλέπετε το βράδυ.
•Μην πετάξετε ως άχρηστο το ψυγείο σας αν δεν έχετε να βάλετε τίποτα μέσα. μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε άνετα και ως παπουτσοθήκη.
O KAIPOΣ
Καιρός να αντιμετωπίσουμε σοβαρά τα τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν στην Eθνική οδό.
Πρόταση: Nα χτίσουνε σε κάθε εκατό μέτρα διόδια. Δε θα προλαβαίνεις να περάσεις τον ένα σταθμό και θα πέφτεις στον επόμενο.Θα θέλεις, βεβαίως, ένα μήνα να φτάσεις στη Λάρισα, αλλά το σημαντικό είναι ότι δε θα σκοτώνεται πλέον κανείς.
Όσα δε φτάνει η αλεπού, βάζει σκάλα και τα πιάνει!
AΛΛHΛOΓPAΦIA
• Kύριε Kλυνν
Tις προάλλες πέρναγε από την Tσιμισκή και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τους καταστηματάρχες να κοιτάνε τους περαστικούς που περνούσανε απ’ έξω από τα καταστήματά τους και να συζητάνε σε έντονο ύφος με τους υπαλλήλους τους. Mήπως ξέρετε τι συζητούσαν εν ώρα δουλειάς;
• Aγαπητέ κύριε
Aν πλησιάζατε θα σας είχαν λυθεί όλες σας οι απορίες. Aυτό συμβαίνει κάθε μέρα οι καταστηματάρχες κοιτάνε τους περαστικούς και βάζουνε στοιχήματα με τους υπαλλήλους.Aυτός θα μπει, αυτός δεν θα μπει, αυτός θα μπει, αυτός δεν θα μπει…Kαταλάβατε;
•Kύριε Kλυνν
O Έλληνας συνεχώς κλαίγεται ότι δύσκολα τα βγάζει πέρα, αλλά αν προσέξατε όλοι έχουν και δεύτερο αυτοκίνητο. Πως συμβιβάζετε αυτό με τα όσα λένε;
• Aγαπητέ κύριε
O Έλληνας αγοράζει δύο αυτοκίνητα όχι επειδή του περισσεύουν χρήματα, αλλά από ανάγκη. Παρκάρει το ένα και κυκλοφορεί με το άλλο.Έτσι έχει πάντα μια θέση πάρκινγκ στη διάθεσή του.
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Άμα σε αφορίσει η εκκλησία, δε λιώνεις μετά θάνατον. Ένας αναξιοπαθών συνταξιούχος με πέντε παιδιά πήγε και τους παρακάλεσε να του αφορίσουν τα ρούχα και τα παπούτσια!
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Kαι μετά σου λένε ότι οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σταθερές…Προχθές σταμάτησε ένα θωρακισμένο της Γκρουπ Τέσσερα, έξω από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και ξεφόρτωσε πατάτες!
ΣAΣ ΠPOTEINΩ
•Ξηλώστε τον μετρητή της ΔEH και γραφτείτε μέλος στην ενορία της γειτονιάς σας.Aπό ’κεί θα σας στέλνουν τα απαραίτητα κεριά για να βλέπετε το βράδυ.
•Μην πετάξετε ως άχρηστο το ψυγείο σας αν δεν έχετε να βάλετε τίποτα μέσα. μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε άνετα και ως παπουτσοθήκη.
O KAIPOΣ
Καιρός να αντιμετωπίσουμε σοβαρά τα τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν στην Eθνική οδό.
Πρόταση: Nα χτίσουνε σε κάθε εκατό μέτρα διόδια. Δε θα προλαβαίνεις να περάσεις τον ένα σταθμό και θα πέφτεις στον επόμενο.Θα θέλεις, βεβαίως, ένα μήνα να φτάσεις στη Λάρισα, αλλά το σημαντικό είναι ότι δε θα σκοτώνεται πλέον κανείς.
Κυριακή 4 Μαρτίου 2007
ΝΟΥΜΕΡΟ 8, ΚΟΚΚΙΝΟ...
Φόρεσα το μαύρο γυαλί και δρασκέλισα το κατώφλι του καζίνου. Διέσχισα τον μακρύ διάδρομο με την παχιά βυσσινή μοκέτα και έφτασα ως την βαριά πόρτα. Ένας θηριώδης τύπος με αραιά ξανθά μαλλιά και νυσταγμένα μάτια μου χαμογέλασε φιλικά, έσπρωξε με το δεξί του χέρι το ένα φύλλο της πόρτας και έγειρε με μια ελαφριά υπόκλιση.
«Καλή διασκέδαση και καλά κέρδη» είπε χαμηλόφωνα και μια ειρωνική λάμψη άστραψε στο κουρασμένο βλέμμα του.
«Ευχαριστώ» απάντησα με την ίδια ειρωνική διάθεση κι εγώ.
Ένα και μοναδικό βήμα με χώριζε από το πεπρωμένο μου.
«Να δω τα μούτρα σας όταν θα φεύγω» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και προχώρησα αποφασισμένος.
Τα τραπέζια των μικρών στοιχημάτων ήταν φορτωμένα μάρκες και γύρω τους άντρες και γυναίκες με τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα από την αγωνία.
«Όχι άλλα» ακούστηκε μηχανική η φωνή του κρουπιέρη.
Το επιδέξιο χέρι του πήρε την μπίλια και με μια πλαστική κίνηση την έσπρωξε αντίθετα προς την κίνηση της ρουλέτας. Τα λαίμαργα μάτια των παικτών καρφώθηκαν το μικρό σφαιρικό αντικείμενο που γύριζε αφήνοντας ξωπίσω του έναν μακρόσυρτο ήχο όμοιο με σφύριγμα φιδιού. Η ευτραφής κυρία με το πλατινέ μαλλί δίπλα στον κρουπιέρη έβγαλε από το τσαντάκι της ένα μαντηλάκι και σκούπισε προσεκτικά τα ίχνη ιδρώτα που άρχισαν να σχηματίζονται στο πάνω χείλος της. Η μπίλια χοροπήδησε μια δυο φορές περιπαιχτικά και θρονιάστηκε στο νούμερο 13. Από το στήθος της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
«Δεν είναι δυνατόν» ξεφώνισε ένας ξερακιανός κύριος με κατακόκκινο πρόσωπο «τρίτη φορά στη σειρά που βγαίνει το ίδιο νούμερο, αλλάξτε κρουπιέρη σας παρακαλώ»
Ο κρουπιέρης τον κοίταξε επιτιμητικά και πρόσθεσε με φωνή απόκοσμη «νούμερο 13 κόκκινο »
«Αν δεν υπήρχανε τα κορόιδα πως θα την βγάζαμε εμείς οι ξύπνιο » σκέφτηκα και προχώρησα προς το τραπέζι των μεγάλων στοιχημάτων.
Έβγαλα από την τσέπη μου πέντε μεγάλες μάρκες και τις άφησα στο νούμερο 8. Η μπίλια γύρισε κι ήρθε κι έκατσε με μεγαλοπρέπεια στο 8.
«Νούμερο 8 κόκκινο» είπε ο κρουπιέρης σπρώχνοντας προς το μέρος μου ένα βουναλάκι μάρκες.
«Οι μάρκες σας»
«Θα σας πείραζε αν τις άφηνα στο ίδιο νούμερο;»
«Κάθε άλλο» απάντησε παίρνοντας την μπίλια στο χέρι του.
Οι υπόλοιποι παίχτες γύρω από το τραπέζι με κοίταζαν με περιέργεια.
«Κορόιδα» σκέφτηκα και κάρφωσα την ματιά μου στην μπίλια.
«Νούμερο 8 κόκκινο» επανέλαβε ο κρουπιέρης φανερά εκνευρισμένος αυτή τη φορά.
«Μήπως θέλετε να τα αφήσετε και πάλι στο 8;»
«Έχετε αντίρρηση;» ρώτησα κοιτάζοντάς τον ολόισια στα μάτια.
«Όχι» απάντησε μονολεκτικά και κατέβασε το κεφάλι.
«Μη μου πείτε ότι θα ξαναβγεί πάλι το 8» ψέλλισε μια κυρία δίπλα μου.
«Για να δούμε…» απάντησα αινιγματικά εγώ.
«Νούμερο 8 κόκκινο» ήρθε ως επιβεβαίωση η τρομοκρατημένη φωνή του κρουπιέρη.
Μες στις δύο επόμενες μπιλιές τον αλλάξανε άρον – άρον και μέσα στις επόμενες δύο ώρες παρήλασε από το τραπέζι όλη η δύναμη των κρουπιέρηδων του καζίνου. Στις τρεις η ώρα το πρωί τέσσερις υπάλληλοι σκέπασαν με ένα μαύρο ύφασμα το τραπέζι της ρουλέτας.
«Κανείς δεν έχει κερδίσει τόσα πολλά λεφτά» παρατήρησε η νεαρή σερβιτόρα αφήνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια στο τραπέζι μου.
«Δυο εκατομμύρια ευρώ είναι ένα καλό μεροκάματο» σκέφτηκα και έβρεξα με την σαμπάνια τα χείλη μου.
Έκλεισα τα μάτια, χαλάρωσα και έμεινα να απολαμβάνω τον θρίαμβό μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι.
«Θέλετε τίποτε άλλο;» με επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή της σερβιτόρας.
Άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα ερευνητικά. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και τα χέρια της τρέμανε.
«Βρήκανε τον διευθυντή του καζίνου κρεμασμένο στο γραφείο του» βιάστηκε να δικαιολογηθεί...
Ο οξύς ήχος του τηλεφώνου με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι μου. Ψηλαφητά άναψα το λαμπατέρ και έριξα μια ματιά στο ρολόι. Η ώρα ήταν 4:15 το πρωί. Ποιος διάολος τηλεφωνούσε τέτοια ώρα. Άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το ακουστικό. Η φωνή από την άλλη μεριά του σύρματος ακουγόταν απελπισμένη.
«Έλα, εσύ είσαι; Τα έχασα όλα, δεν έχω λεφτά ούτε για ταξί. Υπάρχει τρόπος να με βολέψεις με κανένα κατοστάρικο;»
«Πλάκα μου κάνεις, ρε Κώστα, πριν από μια ώρα δεν ήμουν εκεί; Εσύ δε μου ’δωσες δανεικά για να γυρίσω στο σπίτι μου;»
Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να παρατηρώ το ταβάνι… Κάποιοι στίχοι του Καρυωτάκη στριφογύριζαν στο μυαλό μου…
Η ευτυχία μου σκέφτομαι είναι ζήτημα ύψους...
«Καλή διασκέδαση και καλά κέρδη» είπε χαμηλόφωνα και μια ειρωνική λάμψη άστραψε στο κουρασμένο βλέμμα του.
«Ευχαριστώ» απάντησα με την ίδια ειρωνική διάθεση κι εγώ.
Ένα και μοναδικό βήμα με χώριζε από το πεπρωμένο μου.
«Να δω τα μούτρα σας όταν θα φεύγω» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και προχώρησα αποφασισμένος.
Τα τραπέζια των μικρών στοιχημάτων ήταν φορτωμένα μάρκες και γύρω τους άντρες και γυναίκες με τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα από την αγωνία.
«Όχι άλλα» ακούστηκε μηχανική η φωνή του κρουπιέρη.
Το επιδέξιο χέρι του πήρε την μπίλια και με μια πλαστική κίνηση την έσπρωξε αντίθετα προς την κίνηση της ρουλέτας. Τα λαίμαργα μάτια των παικτών καρφώθηκαν το μικρό σφαιρικό αντικείμενο που γύριζε αφήνοντας ξωπίσω του έναν μακρόσυρτο ήχο όμοιο με σφύριγμα φιδιού. Η ευτραφής κυρία με το πλατινέ μαλλί δίπλα στον κρουπιέρη έβγαλε από το τσαντάκι της ένα μαντηλάκι και σκούπισε προσεκτικά τα ίχνη ιδρώτα που άρχισαν να σχηματίζονται στο πάνω χείλος της. Η μπίλια χοροπήδησε μια δυο φορές περιπαιχτικά και θρονιάστηκε στο νούμερο 13. Από το στήθος της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
«Δεν είναι δυνατόν» ξεφώνισε ένας ξερακιανός κύριος με κατακόκκινο πρόσωπο «τρίτη φορά στη σειρά που βγαίνει το ίδιο νούμερο, αλλάξτε κρουπιέρη σας παρακαλώ»
Ο κρουπιέρης τον κοίταξε επιτιμητικά και πρόσθεσε με φωνή απόκοσμη «νούμερο 13 κόκκινο »
«Αν δεν υπήρχανε τα κορόιδα πως θα την βγάζαμε εμείς οι ξύπνιο » σκέφτηκα και προχώρησα προς το τραπέζι των μεγάλων στοιχημάτων.
Έβγαλα από την τσέπη μου πέντε μεγάλες μάρκες και τις άφησα στο νούμερο 8. Η μπίλια γύρισε κι ήρθε κι έκατσε με μεγαλοπρέπεια στο 8.
«Νούμερο 8 κόκκινο» είπε ο κρουπιέρης σπρώχνοντας προς το μέρος μου ένα βουναλάκι μάρκες.
«Οι μάρκες σας»
«Θα σας πείραζε αν τις άφηνα στο ίδιο νούμερο;»
«Κάθε άλλο» απάντησε παίρνοντας την μπίλια στο χέρι του.
Οι υπόλοιποι παίχτες γύρω από το τραπέζι με κοίταζαν με περιέργεια.
«Κορόιδα» σκέφτηκα και κάρφωσα την ματιά μου στην μπίλια.
«Νούμερο 8 κόκκινο» επανέλαβε ο κρουπιέρης φανερά εκνευρισμένος αυτή τη φορά.
«Μήπως θέλετε να τα αφήσετε και πάλι στο 8;»
«Έχετε αντίρρηση;» ρώτησα κοιτάζοντάς τον ολόισια στα μάτια.
«Όχι» απάντησε μονολεκτικά και κατέβασε το κεφάλι.
«Μη μου πείτε ότι θα ξαναβγεί πάλι το 8» ψέλλισε μια κυρία δίπλα μου.
«Για να δούμε…» απάντησα αινιγματικά εγώ.
«Νούμερο 8 κόκκινο» ήρθε ως επιβεβαίωση η τρομοκρατημένη φωνή του κρουπιέρη.
Μες στις δύο επόμενες μπιλιές τον αλλάξανε άρον – άρον και μέσα στις επόμενες δύο ώρες παρήλασε από το τραπέζι όλη η δύναμη των κρουπιέρηδων του καζίνου. Στις τρεις η ώρα το πρωί τέσσερις υπάλληλοι σκέπασαν με ένα μαύρο ύφασμα το τραπέζι της ρουλέτας.
«Κανείς δεν έχει κερδίσει τόσα πολλά λεφτά» παρατήρησε η νεαρή σερβιτόρα αφήνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια στο τραπέζι μου.
«Δυο εκατομμύρια ευρώ είναι ένα καλό μεροκάματο» σκέφτηκα και έβρεξα με την σαμπάνια τα χείλη μου.
Έκλεισα τα μάτια, χαλάρωσα και έμεινα να απολαμβάνω τον θρίαμβό μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι.
«Θέλετε τίποτε άλλο;» με επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή της σερβιτόρας.
Άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα ερευνητικά. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και τα χέρια της τρέμανε.
«Βρήκανε τον διευθυντή του καζίνου κρεμασμένο στο γραφείο του» βιάστηκε να δικαιολογηθεί...
Ο οξύς ήχος του τηλεφώνου με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι μου. Ψηλαφητά άναψα το λαμπατέρ και έριξα μια ματιά στο ρολόι. Η ώρα ήταν 4:15 το πρωί. Ποιος διάολος τηλεφωνούσε τέτοια ώρα. Άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το ακουστικό. Η φωνή από την άλλη μεριά του σύρματος ακουγόταν απελπισμένη.
«Έλα, εσύ είσαι; Τα έχασα όλα, δεν έχω λεφτά ούτε για ταξί. Υπάρχει τρόπος να με βολέψεις με κανένα κατοστάρικο;»
«Πλάκα μου κάνεις, ρε Κώστα, πριν από μια ώρα δεν ήμουν εκεί; Εσύ δε μου ’δωσες δανεικά για να γυρίσω στο σπίτι μου;»
Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να παρατηρώ το ταβάνι… Κάποιοι στίχοι του Καρυωτάκη στριφογύριζαν στο μυαλό μου…
Η ευτυχία μου σκέφτομαι είναι ζήτημα ύψους...
Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007
Η ΠΟΛΗ ΘΑ ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ POST: http://vlemma.wordpress.com/2007/02/25/destroy-athens ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΒΛΕΜΜΑ.
Οσο κι αν προσπαθήσω δε θα φτάσω στο Σκιαθίτη Παπαδιαμάντη, μου κόβεται η ανάσα…
Με λιγώνει η τσίκνα από τα βλάχικα της Βάρης, με τρομοκρατούν οι παραμορφωμένες μουσικές των σκυλάδικων, με αποδιώχνουν οι ηχηρές σιωπές των παρισταμένων…Αιμορραγώ τηλεοπτικά ενθυμήματα που με συνοδεύουν σιδηροδέσμιο ως τον μεθεόρτιο θάνατό μου…
Γνωρίζω το μέλλον μου σ’ αυτήν την πόλη, το νοσταλγικό παρελθόν και το ψυχοφθόρο παρόν μου, μόνο που δε μπορώ να θυμηθώ την εξεγερμένη Αθήνα των οδοφραγμάτων στα Ιουλιανά και την παραισθητική μητρόπολη του ’80 και του ’90…
Τις μέρες αυτές τις έζησα με την πίκρα του χιονιά και του φόβου το ένδυμα…
Γι αυτό δε θυμάμαι.
Και τώρα που έπαυσα να ελπίζω, πιο πολύ στοιχειώνουν μέσα μου οι δρόμοι που μύριζαν καραμέλα, εκτελέσεις και ζεστό ψωμί…
Με κούρασε η ελληνική αυτοσυνειδησία μου, η εμμονή στην αρχαιολατρία των φωτεινών επιγραφών και των σπιτιών με τα κόκκινα φώτα.
Το παραδέχομαι.
Έπαυσα να ελπίζω στον Μεσολογγίτη Παλαμά και λυπάμαι αφάνταστα που δεν είχα την τύχη των δερβισάδων, των χαμάληδων και των μπεκρήδων…
Η μοίρα μου το ’χει ως φαίνεται…
Ούτε καν την τύχη των επαγγελματιών επαναστατών δεν είχα…
Με μαχαίρωσαν μεσάνυχτα και μ’ εγκατέλειψαν να αιμορραγώ δίπλα σ’ ένα τηλεοπτικό δέκτη παρέα με την Ανίτα Πάνια και τον Κώστα Χαρδαβέλα…
Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης που με κρατούν επαίτη προ της πύλης του ανεξήγητου…Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης με απελαύνουν από τόπους και χώρους αυθαίρετους, από αινιγματικούς καταυλισμούς ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η «Στέλλα» και η «Ευδοκία» με γνέφουν και μ’ αποχαιρετούν. Επίγεια άσματα με συνοδεύουν, Βυζαντινοί υμέναιοι και Φραγκοσυριανοί αμανέδες με καθοδηγούν.
Σύντομος ήρθα επισκέπτης στα χλωμά καφενεία των δυτικών συνοικιών και σύντομα απέρχομαι μέσα από τη μονοτονία των βορείων προαστίων…
Η υστεροφημία μου ξεψύχησε σ’ ένα στενάχωρο μπαράκι στα Εξάρχεια πριν ακόμα σχηματοποιηθεί το επαρχιώτικο στερεότυπό μου, πριν προλάβω να περιπλανηθώ στους νυχτερινούς δρόμους του Νικολαίδη, πριν αποφασίσω να συγχρωτισθώ με τους ανεξίτηλους Ελλαδίτες, τους νεοφερμένους τουρίστες του Athens by night και τους ολοκληρωμένους εμιγκρέδες του Κολωνακίου…
Έζησα τη ζωή μου από το σαλόνι του σπιτιού μου όπως την ονειρεύτηκα, ηρωικά! Επαναστάτησα παρέα με τον Καραγάτση, τον Τσαρούχη και τον Δομάζο στην πλατεία Βικτωρίας , και επέστρεψα, μνήμη Χατζιδάκι και Καβάφη, στο Μαγεμένο Αυλό…
Στο Ιερό του Διονύσου και στο αρχαίο Θέατρο των Αχαρνών εγκατέλειψα τον εαυτό μου για να επιστρέψω και πάλι, ως άλλος Οδυσσέας, στις θαλασσινές σπηλιές του Ελύτη, στο απέρντο γαλάζιο του Αγαίου με τις τρικάταρτες μπομπάρδες και τα δελφινοκόριτσα…
Τώρα γλυστρώ και περιπλανώμαι στους λαβύρινθους του διαδυκτίου, διαπερνώ τοίχους με grafity, εγκλωβίζομαι στις νεκρές καμινάδες του Λαυρίου και γίνομαι ένα με τ’ ανοιχτά πουκάμισα των παιδιών με τα λαδωμένα μαλλιά, με τις μοναχικές αφηρημένες σιλουέτες των πυρετικών κοριτσιών με την περμανάντ και τα βυσσινί χείλη…
Ούτε του Φασιανού τα ανεμίζοντα κασκόλ, ούτε του Σταθόπουλου οι στεφανωμένες κόρες, ούτε του Σταύρου οι μελαγχολικές Θεσσαλονίκες μπορούν να με παρηγορήσουν.
Φεύγω και επιστρέφω ξανά και ξανά στην ίδια γιορτή, στο ίδιο πανηγύρι…
Μ’ ακολουθούν νέοι με βλέμματα απλανή, ανέκφραστα λευκά πρόσωπα που γεμάτα εγκαρτέρηση και ερωτική αγωνία…
Σε λίγο θα διέλθω την πύλη του δεσμωτηρίου και θα ξεχυθώ ως πρόσγειος άνεμους στους αγρούς με τα ηλιοτρόπια…
Μα όπου κι αν πάω «η πόλη θα μ’ ακολουθεί»
Οσο κι αν προσπαθήσω δε θα φτάσω στο Σκιαθίτη Παπαδιαμάντη, μου κόβεται η ανάσα…
Με λιγώνει η τσίκνα από τα βλάχικα της Βάρης, με τρομοκρατούν οι παραμορφωμένες μουσικές των σκυλάδικων, με αποδιώχνουν οι ηχηρές σιωπές των παρισταμένων…Αιμορραγώ τηλεοπτικά ενθυμήματα που με συνοδεύουν σιδηροδέσμιο ως τον μεθεόρτιο θάνατό μου…
Γνωρίζω το μέλλον μου σ’ αυτήν την πόλη, το νοσταλγικό παρελθόν και το ψυχοφθόρο παρόν μου, μόνο που δε μπορώ να θυμηθώ την εξεγερμένη Αθήνα των οδοφραγμάτων στα Ιουλιανά και την παραισθητική μητρόπολη του ’80 και του ’90…
Τις μέρες αυτές τις έζησα με την πίκρα του χιονιά και του φόβου το ένδυμα…
Γι αυτό δε θυμάμαι.
Και τώρα που έπαυσα να ελπίζω, πιο πολύ στοιχειώνουν μέσα μου οι δρόμοι που μύριζαν καραμέλα, εκτελέσεις και ζεστό ψωμί…
Με κούρασε η ελληνική αυτοσυνειδησία μου, η εμμονή στην αρχαιολατρία των φωτεινών επιγραφών και των σπιτιών με τα κόκκινα φώτα.
Το παραδέχομαι.
Έπαυσα να ελπίζω στον Μεσολογγίτη Παλαμά και λυπάμαι αφάνταστα που δεν είχα την τύχη των δερβισάδων, των χαμάληδων και των μπεκρήδων…
Η μοίρα μου το ’χει ως φαίνεται…
Ούτε καν την τύχη των επαγγελματιών επαναστατών δεν είχα…
Με μαχαίρωσαν μεσάνυχτα και μ’ εγκατέλειψαν να αιμορραγώ δίπλα σ’ ένα τηλεοπτικό δέκτη παρέα με την Ανίτα Πάνια και τον Κώστα Χαρδαβέλα…
Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης που με κρατούν επαίτη προ της πύλης του ανεξήγητου…Χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης με απελαύνουν από τόπους και χώρους αυθαίρετους, από αινιγματικούς καταυλισμούς ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η «Στέλλα» και η «Ευδοκία» με γνέφουν και μ’ αποχαιρετούν. Επίγεια άσματα με συνοδεύουν, Βυζαντινοί υμέναιοι και Φραγκοσυριανοί αμανέδες με καθοδηγούν.
Σύντομος ήρθα επισκέπτης στα χλωμά καφενεία των δυτικών συνοικιών και σύντομα απέρχομαι μέσα από τη μονοτονία των βορείων προαστίων…
Η υστεροφημία μου ξεψύχησε σ’ ένα στενάχωρο μπαράκι στα Εξάρχεια πριν ακόμα σχηματοποιηθεί το επαρχιώτικο στερεότυπό μου, πριν προλάβω να περιπλανηθώ στους νυχτερινούς δρόμους του Νικολαίδη, πριν αποφασίσω να συγχρωτισθώ με τους ανεξίτηλους Ελλαδίτες, τους νεοφερμένους τουρίστες του Athens by night και τους ολοκληρωμένους εμιγκρέδες του Κολωνακίου…
Έζησα τη ζωή μου από το σαλόνι του σπιτιού μου όπως την ονειρεύτηκα, ηρωικά! Επαναστάτησα παρέα με τον Καραγάτση, τον Τσαρούχη και τον Δομάζο στην πλατεία Βικτωρίας , και επέστρεψα, μνήμη Χατζιδάκι και Καβάφη, στο Μαγεμένο Αυλό…
Στο Ιερό του Διονύσου και στο αρχαίο Θέατρο των Αχαρνών εγκατέλειψα τον εαυτό μου για να επιστρέψω και πάλι, ως άλλος Οδυσσέας, στις θαλασσινές σπηλιές του Ελύτη, στο απέρντο γαλάζιο του Αγαίου με τις τρικάταρτες μπομπάρδες και τα δελφινοκόριτσα…
Τώρα γλυστρώ και περιπλανώμαι στους λαβύρινθους του διαδυκτίου, διαπερνώ τοίχους με grafity, εγκλωβίζομαι στις νεκρές καμινάδες του Λαυρίου και γίνομαι ένα με τ’ ανοιχτά πουκάμισα των παιδιών με τα λαδωμένα μαλλιά, με τις μοναχικές αφηρημένες σιλουέτες των πυρετικών κοριτσιών με την περμανάντ και τα βυσσινί χείλη…
Ούτε του Φασιανού τα ανεμίζοντα κασκόλ, ούτε του Σταθόπουλου οι στεφανωμένες κόρες, ούτε του Σταύρου οι μελαγχολικές Θεσσαλονίκες μπορούν να με παρηγορήσουν.
Φεύγω και επιστρέφω ξανά και ξανά στην ίδια γιορτή, στο ίδιο πανηγύρι…
Μ’ ακολουθούν νέοι με βλέμματα απλανή, ανέκφραστα λευκά πρόσωπα που γεμάτα εγκαρτέρηση και ερωτική αγωνία…
Σε λίγο θα διέλθω την πύλη του δεσμωτηρίου και θα ξεχυθώ ως πρόσγειος άνεμους στους αγρούς με τα ηλιοτρόπια…
Μα όπου κι αν πάω «η πόλη θα μ’ ακολουθεί»