Φόρεσα το μαύρο γυαλί και δρασκέλισα το κατώφλι του καζίνου. Διέσχισα τον μακρύ διάδρομο με την παχιά βυσσινή μοκέτα και έφτασα ως την βαριά πόρτα. Ένας θηριώδης τύπος με αραιά ξανθά μαλλιά και νυσταγμένα μάτια μου χαμογέλασε φιλικά, έσπρωξε με το δεξί του χέρι το ένα φύλλο της πόρτας και έγειρε με μια ελαφριά υπόκλιση.
«Καλή διασκέδαση και καλά κέρδη» είπε χαμηλόφωνα και μια ειρωνική λάμψη άστραψε στο κουρασμένο βλέμμα του.
«Ευχαριστώ» απάντησα με την ίδια ειρωνική διάθεση κι εγώ.
Ένα και μοναδικό βήμα με χώριζε από το πεπρωμένο μου.
«Να δω τα μούτρα σας όταν θα φεύγω» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και προχώρησα αποφασισμένος.
Τα τραπέζια των μικρών στοιχημάτων ήταν φορτωμένα μάρκες και γύρω τους άντρες και γυναίκες με τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα από την αγωνία.
«Όχι άλλα» ακούστηκε μηχανική η φωνή του κρουπιέρη.
Το επιδέξιο χέρι του πήρε την μπίλια και με μια πλαστική κίνηση την έσπρωξε αντίθετα προς την κίνηση της ρουλέτας. Τα λαίμαργα μάτια των παικτών καρφώθηκαν το μικρό σφαιρικό αντικείμενο που γύριζε αφήνοντας ξωπίσω του έναν μακρόσυρτο ήχο όμοιο με σφύριγμα φιδιού. Η ευτραφής κυρία με το πλατινέ μαλλί δίπλα στον κρουπιέρη έβγαλε από το τσαντάκι της ένα μαντηλάκι και σκούπισε προσεκτικά τα ίχνη ιδρώτα που άρχισαν να σχηματίζονται στο πάνω χείλος της. Η μπίλια χοροπήδησε μια δυο φορές περιπαιχτικά και θρονιάστηκε στο νούμερο 13. Από το στήθος της ξέφυγε ένας αναστεναγμός.
«Δεν είναι δυνατόν» ξεφώνισε ένας ξερακιανός κύριος με κατακόκκινο πρόσωπο «τρίτη φορά στη σειρά που βγαίνει το ίδιο νούμερο, αλλάξτε κρουπιέρη σας παρακαλώ»
Ο κρουπιέρης τον κοίταξε επιτιμητικά και πρόσθεσε με φωνή απόκοσμη «νούμερο 13 κόκκινο »
«Αν δεν υπήρχανε τα κορόιδα πως θα την βγάζαμε εμείς οι ξύπνιο » σκέφτηκα και προχώρησα προς το τραπέζι των μεγάλων στοιχημάτων.
Έβγαλα από την τσέπη μου πέντε μεγάλες μάρκες και τις άφησα στο νούμερο 8. Η μπίλια γύρισε κι ήρθε κι έκατσε με μεγαλοπρέπεια στο 8.
«Νούμερο 8 κόκκινο» είπε ο κρουπιέρης σπρώχνοντας προς το μέρος μου ένα βουναλάκι μάρκες.
«Οι μάρκες σας»
«Θα σας πείραζε αν τις άφηνα στο ίδιο νούμερο;»
«Κάθε άλλο» απάντησε παίρνοντας την μπίλια στο χέρι του.
Οι υπόλοιποι παίχτες γύρω από το τραπέζι με κοίταζαν με περιέργεια.
«Κορόιδα» σκέφτηκα και κάρφωσα την ματιά μου στην μπίλια.
«Νούμερο 8 κόκκινο» επανέλαβε ο κρουπιέρης φανερά εκνευρισμένος αυτή τη φορά.
«Μήπως θέλετε να τα αφήσετε και πάλι στο 8;»
«Έχετε αντίρρηση;» ρώτησα κοιτάζοντάς τον ολόισια στα μάτια.
«Όχι» απάντησε μονολεκτικά και κατέβασε το κεφάλι.
«Μη μου πείτε ότι θα ξαναβγεί πάλι το 8» ψέλλισε μια κυρία δίπλα μου.
«Για να δούμε…» απάντησα αινιγματικά εγώ.
«Νούμερο 8 κόκκινο» ήρθε ως επιβεβαίωση η τρομοκρατημένη φωνή του κρουπιέρη.
Μες στις δύο επόμενες μπιλιές τον αλλάξανε άρον – άρον και μέσα στις επόμενες δύο ώρες παρήλασε από το τραπέζι όλη η δύναμη των κρουπιέρηδων του καζίνου. Στις τρεις η ώρα το πρωί τέσσερις υπάλληλοι σκέπασαν με ένα μαύρο ύφασμα το τραπέζι της ρουλέτας.
«Κανείς δεν έχει κερδίσει τόσα πολλά λεφτά» παρατήρησε η νεαρή σερβιτόρα αφήνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια στο τραπέζι μου.
«Δυο εκατομμύρια ευρώ είναι ένα καλό μεροκάματο» σκέφτηκα και έβρεξα με την σαμπάνια τα χείλη μου.
Έκλεισα τα μάτια, χαλάρωσα και έμεινα να απολαμβάνω τον θρίαμβό μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι.
«Θέλετε τίποτε άλλο;» με επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή της σερβιτόρας.
Άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα ερευνητικά. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και τα χέρια της τρέμανε.
«Βρήκανε τον διευθυντή του καζίνου κρεμασμένο στο γραφείο του» βιάστηκε να δικαιολογηθεί...
Ο οξύς ήχος του τηλεφώνου με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι μου. Ψηλαφητά άναψα το λαμπατέρ και έριξα μια ματιά στο ρολόι. Η ώρα ήταν 4:15 το πρωί. Ποιος διάολος τηλεφωνούσε τέτοια ώρα. Άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το ακουστικό. Η φωνή από την άλλη μεριά του σύρματος ακουγόταν απελπισμένη.
«Έλα, εσύ είσαι; Τα έχασα όλα, δεν έχω λεφτά ούτε για ταξί. Υπάρχει τρόπος να με βολέψεις με κανένα κατοστάρικο;»
«Πλάκα μου κάνεις, ρε Κώστα, πριν από μια ώρα δεν ήμουν εκεί; Εσύ δε μου ’δωσες δανεικά για να γυρίσω στο σπίτι μου;»
Έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα να παρατηρώ το ταβάνι… Κάποιοι στίχοι του Καρυωτάκη στριφογύριζαν στο μυαλό μου…
Η ευτυχία μου σκέφτομαι είναι ζήτημα ύψους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου