Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Ζούμε την εποχή της χαμένης οδού…
Στον απόηχο του ασήμαντου που ωραιοποιείται και σχηματοποιείται εις περίλαμπρο και ωραίο!
Ζούμε τον επαναπροσδιορισμό του μεσοδιαστήματος που υφίσταται και λανθάνει, που διαιωνίζεται και εξαφανίζεται ως νιφάδα χιονιού στο ζεστό παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Έρμαια αναλυτών, εκτιμητών και μεσαζόντων, διασχίζουμε την ανυδρία των ιδεών, οδοιπορούμε, χωρίς ίχνος στοχασμού και οραμάτων, διαχρονικοί ναρκισσιστές της αθλιότητας και της ασχημίας που μας περιβάλλει.
Κι έτσι μας προλαβαίνουν οι καιροί, κωφούς στους ήχους των καιρών, ανήμπορους να εκτιμήσουμε μεγέθη, να αντιληφθούμε και να αναλύσουμε γεγονότα του χθες και του σήμερα, μικρούς, να ατενίσουμε το αύριο που ρέει και διαχέεται ως έννοια απώλειας, ως ταγγισμένη οσμή πολυκαιρισμένων ιδεών και παρωχημένων επαναστάσεων.
Μας πρόλαβε η ματαιοδοξία της εξουσίας που συρρικνώθηκε μαζί με την επιδερμίδα μας και μας άφησε μονόλογους, αντίλογους, επίλογους έναντι όσων υποπτευθήκαμε ότι δημιουργήσαμε, έναντι όσων υποθέσαμε ότι επαγγελθήκαμε, έναντι όσων αποπειραθήκαμε, επί ματαίω, να εδραιώσουμε.
Και έτσι συνεχίζουμε την πορεία της φθοράς, κραυγάζοντας εις ώτα, ημέτερα, μη ακουόντων, προσευχόμενοι σε απουσία εικόνων, εντεταγμένοι εις κεφάλαια νεκρά, ορκιζόμενοι εις κενά ιδεογράμματα και λειψανοθήκες οσίων ιδεών, αιχμάλωτοι κληρονομικών παθών και αφροδισίων πεπρωμένων.
Δε φταίνε οι προπάτορες, πράξανε ότι κατά συνείδηση υπαγόρευε ο κρατισμός των διαθέσεών τους, ο εκσυγχρονισμός των μεθόδων να επιβάλουν τις δικές τους απόψεις, να δημιουργήσουν τον νεοάνθρωπο που θα συνδύαζε το παλιό με το καινούργιο, το πλήρες με το κενό, το υπαρκτό με το επιθυμητό, το διαρκές με το τετελεσμένο.
Φταίμε κι εμείς που ακολουθήσαμε μετά πάθους την ολισθηρά οδό της δόξας και της αντινομίας, εμείς που πιστέψαμε ή που φάνηκε να πιστεύουμε ότι μπορούσαμε να διαιωνίσουμε το ανθρωποειδές ομοίωμα με τα ετερογενή μέλη και τις ανοητικές διεργασίες.
Και να που μας πρόβαλε ο πόλεμος, η μεγάλη μάχη, που ως «καλικάντζαρος» καιροφυλακτούσε να εκδικηθεί την επίπλαστη ισορροπία των επιπεδοποιημένων φιλοσοφημάτων, την υποκρισία των κίβδηλων προσφωνήσεων, την αναντιστοιχία λόγων και έργων, τη στρεβλή έννοια κατανόησης των αξιών και του δημόσιου βίου.
Χοροπηδούσε χρόνια ο «καλικάντζαρος» αποπατώντας σε έδρανα και σε γραφεία, σε αίθουσες συμβουλίων και δώματα, σε τηλεοπτικά στούντιο και ψηφοδόχους…
Η μανία, όμως, του χθες που εκφραζόταν με τη βεβαιότητα του αύριο δεν επέτρεπε σε κανέναν να διαισθανθεί την παρουσία του.
Κανείς μας δεν πίστευε την ύπαρξή του, κανείς μας δεν υποπτευόταν την παρουσία του ακέφαλου καβαλάρη πίσω από την ομίχλη των αναχωμάτων.
Ώσπου άνοιξαν οι ουρανοί του χρόνου και ήρθε «μπουρίνι» η απογοήτευση της οργής, φέρνοντας μαζί του ξεχασμένες εικόνες, αισθήσεις και παραισθήσεις.
Κι έβρεξε έκπληξη και μωρία σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες.
Και πάλι, όμως, το εκλάβαμε ως εξέλιξη των πραγμάτων, ως μεταπρατική διεργασία, ως οικονομικό αλισβερίσι…
Δεν ανατρέξαμε στις διακηρύξεις μας, τις είχαμε τόσες φορές ανασκευάσει που πλέον παύσαμε να τις γνωρίζουμε, δεν ενδιαφερθήκαμε για την ουσία των γεγονότων.
Η αλλαγή του τοπίου ουδόλως μας απασχόλησε.
Είχαμε ήδη ξεχάσει ότι υπάρχει τοπίο…
Όλη η ζωή μας εγκλωβίστηκε στην αυτοκινητάμαξα της εξουσίας, στη φθορά και στη διαφθορά, στην ανάγκη να συντηρήσουμε τον «άνθρωπο φρικιό» που βγαίνει χρόνια μετά από την υπόγεια σήραγγα κι αδυνατεί να κατανοήσει ότι με την αφή του αντιλαμβάνεται.
Χάσαμε το «ταλέντο» μας, τη δεξιότητα των πρώτων μας χρόνων να ακολουθούμε την εξέλιξη και αποκρύψαμε από τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας…
Τους αφήσαμε να πελαγοδρομούν στα μονοπάτια του αυτοσχεδιαστικού εκσυγχρονισμού και της ανανέωσης «δωματίου», σε ατραπούς ερεβώδεις , στα εφιαλτικά δωμάτια με παραμορφωτικούς καθρέφτες…
Μέχρι που και οι κήρυκες των ακήρυχτων λόγων που χρόνια ολόκληρα αναγόρευαν την άγνοιά μας σε διδαχή κουράστηκαν και μας εγκατέλειψαν ακέραιους και ηττημένους στο έλεος του εαυτού μας…
Έτσι μας βρήκε ο «καλικάντζαρος» που παραμόνευε περιμένοντα υπομονετικά την ύστατη ώρα και μας άνοιξε διάπλατα τις βαριές δρύινες πόρτες του εμφύλιου λόγου…
Τώρα βαραίνει η σιωπή του λόγου που αρνείται να σχηματισθεί, η περισυλλογή που δεν μπορεί να εκφραστεί σε εκτίμηση, σε αξία…
Βαριά χάλκινα πρόσωπα που φτύνουν χολή, φωνές τραβεστί που ψαρεύουν πελάτες απ’ όλα τα πεζοδρόμια, ρήτορες και αρήτορες που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την ανυπαρξία της «βελούδινης» ιδεολογία τους, με την εμμονή τους να επιδεικνύουν αυτό που δεν έχουν, μόνο και μόνο για να κρατήσουν αυτό που ουδέποτε κατέκτησαν…
Επίγονοι λοιμωδών εποχών που επικεντρώνουν την κριτική τους στη ρηχότητα της βρισιάς και στο ζητιανιλίκι της ψήφου…
Δευτερογενίτες δημοδιδάσκαλοι που αυτοϊκανοποιούνται με την προσδοκία της επικυριαρχίας και αναζητούν επί πλέον αμοιβή, επί πλέον αναγνώριση από έναν κόσμο που βυθίζεται μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο στην πολιτική παρακμή.
Fight club χωρίς κανόνες και όρους επιτήρησης, χωρίς ελπίδα να αναδειχτεί νικητής σ’ ένα ολότελα χαμένο παιχνίδι…
Και ούτε ένας δε βρέθηκε να εξορκίσει τον «καλικάντζαρο»…
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(χάρρυ Κλυνν)
Τα γκιαούρια και η χανούμ
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.gataros1.info/2011/05/blog-post_3878.html