Γράφει η Λώρη Κέζα
Η Αθήνα έγινε, φευ, Παρίσι-
τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους κλοσάρ. Προ εικοσαετίας οι έλληνες
ταξιδιώτες έμεναν εμβρόντητοι στη θέα ανθρώπων που κοιμούνταν στα
παγκάκια και κυκλοφορούσαν σέρνοντας τα μπογαλάκια τους και μια ύπαρξη
που έζεχνε. Ο 21ος αιώνας έφερε τα Βαλκάνια πιο κοντά στην Εσπερία. Στις
πλατείες της πρωτεύουσας (εκεί όπου το περιβάλλον είναι wi-fi και οι
σταθμοί του μετρό υπενθυμίζουν μια βραχύβια εθνική προκοπή) ο περαστικός
θα διασταυρωθεί οπωσδήποτε με έναν άστεγο: η βεβαιότητα τούτη
εκπορεύεται από τους αριθμούς. Στο τέλος του 2010 ζούσαν στους δρόμους
της Αθήνας περί τα...
20.000 άτομα και είναι
περισσότερο από βέβαιο ότι έκτοτε έχουν αυξηθεί. Θα ήταν υποκριτικό αν
λέγαμε ότι δεν μας ενοχλεί η αποφορά των αστέγων ή ότι συμφωνούμε με τη
μετατροπή του δημοσίου χώρου σε εκτενές ουρητήριο. Εντούτοις είναι
χρήσιμο για τον καθένα μας να φανταστούμε ένα σενάριο για την πορεία
προς το παγκάκι. Ας πιάσουμε για ήρωα έναν καθωσπρέπει σαραντάρη,
μεωραίο σπίτι, ακριβό αυτοκίνητο, πτυχία και καλή δουλειά. Χάνει τη
δουλειά του,αλλά οι δόσεις συνεχίζουν να τρέχουνη ευτυχία του ήταν με
πίστωση. Είναι πολύεύκολο να χάσει τα υπάρχοντά του, να μην μπορεί να
πληρώσει τους λογαριασμούς του και να μη βρίσκει κανέναν να τον
συντηρήσει. Ακόμη κι αν του τύχει μια κληρονομιά, δεν θα μπορεί να
πληρώσει τους φόρους για να την αποκτήσει. Θα τα χάσει όλα και το πρώτο
βράδυ στο παγκάκι θα φορέσει το καλύτερο κοστούμι του, όπως καταγράφεται
από μαρτυρίες. Στο τέλος του μήνα θα έχει εξαθλιωθεί. Ενα τέτοιο
σενάριο είναι πέρα ως πέρα αληθινό.Το να βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση των αστέγων δεν βοηθά στην επίλυση τουπροβλήματος, απλώς η συλλογική κατανόηση μπορεί να πιέσει σε πολιτικές λύσεις. Ας έχουμε υπόψη μας ότι για κάθε άτομο που ζει έξω αναλογούν πολλαπλάσια που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Πέρα από τους 20.000 αστέγους, υπάρχουν περί τα 180.000 άτομα στην Αθήνα που ζουν στην ανασφάλεια. Κάποιοι απειλούνται με έξωση ή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στη συντήρηση της κατοικίας τους, κάποιοι ζουν σε ακατάλληλα καταλύματα ή έχουν προσωρινή στέγη σε ξενώνα. Να σημειώσουμε ότι στις καταμετρήσεις δεν λογίζονται ως «άστεγοι» οι αλλοδαποί που ευκαιριακά κοιμούνται στον δρόμο. Οι αναφορές έχουν να κάνουν με ανθρώπους που στερούνται τη στέγη για μήνες, αν όχι για χρόνια.
Προ πενταετίας έβρισκε κάποιος ανάμεσα στους αστέγους πρώην φυλακισμένους,αλκοολικούς και ψυχικά ασθενείς. Πλέον είναι λίγοι από όλους, κι αν γυαλίζει το μάτι τους δεν σημαίνει ότι υπήρξαν ψυχοπαθείς. Τρελαίνονται στον δρόμο, όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι κάτοικοι της Αθήνας που παρακολουθούμεαπαθείς το φαινόμενο να διογκώνεται δεν έχουμε περισσότερη λογική. Ας μη μιλήσουμε για ευαισθησία.
Εγώ θα έλεγα ότι η όλη κατάσταση έφερε την Ελλάδα μας ένα (μεγάλο) βήμα πιό κοντά στην Ανατολική Ευρώπη, που όλη τείνουν να την ξεχνούν, να την αγνοούν και να την καταδικάζουν να παραμένει πίσω απ'το παραπέτασμα έστω κι αν δεν υπάρχει πιά. Στα τέλη του 2003 βρέθηκα πρώτη φορά στην Βουδαπέστη και η λάμψη της δεν με άφησε να καταλάβω πόσες τέτοιες ψυχές έσερναν την ζωή τους στις γωνιές και στα παγκάκια, κάτω από χαρτόκουτα γιά σκέπασμα και με την καθημερινή ελπίδα του Μαλτέζικου Σταυρού γιά βασική ιατρική περίθαλψη και κάποια τροφή. Από τα μέσα του 2004 που άρχισα να ζω στην ίδια πόλη (φεύ η γραφειοκρατία της Ελλάδας που με έδιωξε απ' την πατρίδα μου) έμαθα ότι οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ν'ακολουθήσουν την πορεία της χώρας με την πτώση του ...παραπετάσματος. Τώρα πιά όμως συνήθισαν και αν τους προσφέρεις δουλειά και στέγη την αρνούνται ή μήπως δεν σε εμπιστεύονται. Ανέρχονται σε εξαψήφιο αριθμό τουλάχιστον και η χώρα δεν έχει δυνατότητα ή βούληση να κάνει κάτι γι'αυτούς. Αρνούμαι να δεχθώ ότι αυτή θα είναι και η μοίρα της πατρίδας μας? Εμείς δεν είμαστε Ούγγροι, οι Ούγγροι είναι φοβισμένος λαός, εμείς φωνάζαμε, επαναστατούσαμε, πολεμούσαμε (έτσι με έμαθαν στο σχολείο). Τι έγινε; Γιατί αλλάξαμε; Τι μας άλλαξε; Δεν είμαστε η ίδια φυλή πιά;
ΑπάντησηΔιαγραφή