Θα μπορούσε να είναι το θέμα των εξετάσεων σε πρωτοετείς φοιτητές σχολής πολιτικής επιστημών: «Μπορεί ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση απέναντι στην κυβέρνηση, όταν την αντιπολιτεύεται: για τους σημαιοφόρους και την πρωινή προσευχή στα δημοτικά σχολεία, τη κατάσταση στη Βενεζουέλα, την μικρόψυχη σαπουνόπερα του Βαρουφάκη, την αριστεία, τα Εξάρχεια, τον ακτιβισμό του Ρουβίκωνα, τις σαχλαμάρες που εκστομίζουν αδέσποτα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, και το πέτσινο γκολ του ΠΑΟΚ;».
Αυτό είναι το υλικό με το οποίο πολιτεύεται πλέον η ΝΔ απέναντι στην κυβέρνηση. Μακριά από την πραγματική πολιτική και την οικονομία, αναζητάει «πιασάρικες» αφορμές, που της δίνουν συνήθως τα φιλικά της ΜΜΕ - στα οποία έχει κάνει σέρβις η ίδια προηγουμένως, για κερδίσει χρόνο στα δελτία ειδήσεων καναλαρχών με τους οποίους συστρατεύεται…
Ο Τσίπρας μετά τις αρχικές αδεξιότητες, περνάει το ένα μετά το άλλο τα εμπόδια - που η διαχείριση των προκατόχων του δημιούργησε στη χώρα. Συζητάει για την οικονομία, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη εσωτερικά και διεθνώς. Έχει ανοικτή γραμμή με το κοινοτικό κέντρο και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Μακρόν και τον Ιταλό Πρωθυπουργό, χειρίσθηκε σθεναρά με τον Κοτζιά το Κυπριακό - το οποίο δεν έλυσε αλλά δεν το «πούλησε» κιόλας. Με λίγα λόγια κάνει πολιτική πάνω σε ένα σχεδιασμό που έχει διασφαλίσει την υποστήριξη των Ευρωπαίων και οργανώνει την τάση ανάστροφης κρίσιμων μεγεθών της οικονομίας. Δηλαδή, συσσωρεύει στοιχεία απολογισμού και αριθμούς για τις επόμενες κάλπες.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκαταλείπει την προσπάθεια να πείσει ότι η κυβέρνηση καταρρέει - στους στόχους που θα ήταν υποχρεωμένος να πιάσει και ο ίδιος αν ήταν κυβέρνηση, αφού το ίδιο Μνημόνιο υπέγραψαν - όπως προηγουμένως εγκατέλειψε το αίτημα για πρώτες εκλογές.
Τώρα προσπαθεί να πείσει πως ο Τσίπρας, είναι αδίστακτος, τυχοδιώκτης, άθεος, δεν είναι καλός πατριώτης, συμπαθεί τον Μαδούρο, είχε σκέψεις που έφταναν ως την έξοδο από την ευρωζώνη στην πρώτη κυβέρνησή του, δεν πιστεύει στην αξιολόγηση, μέσα του δεν θέλει να προκόψει η χώρα, είναι κακό παιδί και ζηλεύει τους επιτυχημένους- τι περιμένεις από πρώην καταληψίες; Με λίγα λόγια κάνει κάτι ανάμεσα σε μικροπολιτική και σε αντιγραφή ακραίων αντιλήψεων που χαρακτήριζαν τον Αντ. Σαμαρά και τον Ευ. Αβέρωφ. Αν ξεχαστεί, τον φέρνει στον ίσιο δρόμο ο Άδωνις.
Ο Κυριάκος ως δώρο της μοίρας στον Τσίπρα
Έτσι όπως διαμορφώνονται τα μεγέθη στην πολιτική τρέχουσα σκηνή επαληθεύεται ότι το μεγαλύτερο δώρο που έκανε η μοίρα στον Τσίπρα είναι ο αντίπαλός του. Αυτό το δώρο αποκτά καταλυτικό χαρακτήρα αν ληφθούν υπόψη κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά μεταξύ των δυο αντιπάλων.
Ο Τσίπρας εκτός από το ιμπέριουμ της σκηνικής παρουσίας, ελέγχει απολύτως το κόμμα του και δεν έχει -ακόμη τουλάχιστον- στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα παράγκες οικονομικών παραγόντων. Στη ΝΔ ο Κυριάκος εκτός από την προσωπική επικοινωνιακή καχεξία δε έχει επαφή με τον κορμό του κόμματός, δεν έχει επιτελείο και πολιτικό σχέδιο, επιπλέον αντιμετωπίζει - πολιτικά - προβλήματα ακόμη και με την οικογένειά του και στην Κ.Ο. της ΝΔ κάθε ολιγάρχης έχει τους δικούς του βουλευτές.
Ο Τσίπρας κινείται στο πεδίο της ελευθερίας των επιλογών του -ακόμη και όταν είναι λάθος, ο Μητσοτάκης δρα στο πεδίο των περιορισμών του. Σ’ αυτό σκηνικό από τη πλευρά του ο Πρωθυπουργός κινείται σε δυο άξονες, που δείχνουν να συγκλίνουν σε μια καθαρή στρατηγική στόχευση, που αφορά τη διαμόρφωση νέων δεδομένων για τη χώρα, την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Ακόμη και σε περιόδους που βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω των περιοριστικών πολιτικών που ασκεί κατ’ ανάγκη, αυτοί οι άξονες είναι διακριτοί.
Ο ένας είναι η υλοποίηση του Μνημονίου που συνυπέγραψε και η σημερινή αντιπολίτευση -στο κυβερνητικό παρελθόν της οποίας χρεώνεται εξ ολοκλήρου ότι η χώρα οδηγήθηκε σε μνημόνια και διεθνή οικονομικό έλεγχο, από όπου προκύπτει η φτωχοποίηση της κοινωνίας με τις περικοπές μισθών συντάξεων και προνοιακών παροχών, η απώλεια ΑΕΠ και θέσεων εργασίας.
Όπως προκύπτει από την άλλη και η επιβολή μεταρρυθμιστικής ατζέντας, η διόρθωση των στρεβλώσεων του παρελθόντος και η επιβολή ευρωπαϊκών κανόνων στη λειτουργία του κράτους.
Ο άλλος άξονας είναι η απαλλαγή του δημοσίου βίου από τον ασφυκτικό έλεγχο μια ομάδας κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Ο μεγάλος Μητσοτάκης τους είπε «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και ο νεότερος Καραμανλής πιο παραστατικά «νταβατζήδες». Απομυζούν επί δεκαετίες τα κρατικά κονδύλια, τα τραπεζικά δάνεια τις κοινοτικές παροχές, αλλά και το ιδιωτικό χρήμα, με το κόλπο του χρηματιστηρίου.
Διαμόρφωναν τους κανόνες τους πολιτικού παιχνιδιού με την ισχύ του χρήματος και τον έλεγχο της ενημέρωσης - κυρίως δια της τηλεόρασης που κατέλαβαν παράνομα - εξαγόρασαν συνειδήσεις και δημιουργούσαν φυτώρια ευρύτερης διαφθοράς και μηχανισμούς φυγάδευσής του μαύρου χρήματος στο εξωτερικό. Επιπλέον είχαν αξιώσεις συγκυβέρνησης και το «δικαίωμα» να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, να κατασκευάζουν πρωθυπουργούς ή να εξοντώνουν όσους δεν συμμορφώνονται στις υποδείξεις τους.
Από τη δική του πλευρά σε δύο άξονες κινείται και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά χωρίς συνεκτικό πολιτικό σχεδιασμό, χωρίς σύνδεση με τις ανάγκες της χώρας, με εξωτερικές επιρροές και με αποκλειστική επιδίωξη την εκλογική επικράτηση -με κάθε μέσο, δίκην κληρονομικού δικαιώματος.
Ο ένας είναι η ολική άρνηση απέναντι σε κάθε κυβερνητική δραστηριότητα ακόμη και όταν αυτό τον απομονώνει στην Ευρώπη, ή έρχεται σε σύγκρουση με τις προτεραιότητες της χωράς και την κοινή λογική.
Ο άλλος είναι η έκπτωση της πολιτικής με ευτελή επιχειρηματολογία καφενείου, με ατάκες από αρθρογράφους δεύτερης διαλογής, με ανάδειξη θεμάτων τριτεύουσας σημασίας που απευθύνονται στα κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας. Με υποκατάσταση της πολιτικής από τη επικοινωνία, ακόμη και με ξεπερασμένες μεθόδους, όπως οι σκηνοθετημένες επαφές. Και τα δυο, είτε το επιδιώκει είτε όχι, τον οδηγούν σε σύμπλευσή με τυχοδιωκτικά στοιχεία και ταύτιση με συμφέροντα που λυμαίνονται τη χώρα.
Από τι κρίνονται κόμματα και πολιτικοί
Η υπέρβασή της κρίσης, με παραμονή στην Ευρωζώνη, ανάπτυξη και θεσμική εξυγίανσή της πολιτικής, είναι το κεντρικό διακύβευμα στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή. Αν καταφέρει η χώρα να ολοκληρώσει το Μνημόνιο και να επιστρέψει στην χρηματοδότηση από τις αγορές, να δημιουργήσει οικονομία βιώσιμης ανάπτυξης, να μετέχει στις κοινοτικές διεργασίες για την επόμενη φάση, να εξυγιάνει το πολιτικό της σύστημά και να απαλλάξει το δημόσιο βίο από τη χειραγώγηση, να διασφαλίσει ότι οι πόροι θα κατευθύνονται στην κοινωνία και όχι σε μίζες και υπερκέρδη, θα κάνει το άλμα στο μέλλον.
Από τη θέση τους απέναντι στο κεντρικό διακύβευμα και τις επιμέρους πλευρές του κρίνονται οι πολιτικές δυνάμεις. Από αυτό προκύπτει ποιος μπορεί να κόψει τον γόρδιο δεσμό στην κρίση αντιπροσώπευσης που μαστίζει τα κόμματα και τα ΜΜΕ, και ποιος κινείται στα πλαίσια των σχεδιασμών επιβίωσης της ανομίας που καταστρώνουν τα μεγάλα συμφέροντα. Ποιος είναι με ποιον. Το απλό.
Προφανώς στη σημερινή Ελλάδα τίποτε δεν είναι εύκολο, γαλαντομίες των κομμάτων δεν νοούνται και ο δρόμος προς την κανονικότητα είναι ακόμη μακρύς και δύσκολος. Αλλά για να υπάρχει αυτός ο δρόμος και για να τον διανύσει η χώρα με προοπτική, πρέπει τα μεγάλα κόμματά να πάρουν καθαρή θέση σε δυο θέματα:
Πρώτο να δεχθούν ότι το Μνημόνιο και οι πολιτικές που το συνοδεύουν είναι μονόδρομος, έτσι όπως τα καταφέραν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, φτάνοντας τη χώρα στη χρεοκοπία. Άρα δεν είναι πολιτικά έντιμο και εθνικά ωφέλιμο να προσπαθεί η αντιπολίτευση να εκμεταλλευθεί με κυνισμό την πολιτική που ασκεί κατ’ ανάγκη η κυβέρνηση, αντί να συμπράξει εκεί που είναι αναγκαίο για να αποκατασταθεί η βλάβη που η ίδια προκάλεσε.
Δεύτερο να δεχθούν τα κόμματα ότι η πολιτική πρέπει να αποκτήσει την αυτονομία της, να σταματήσει ο έλεγχος κομμάτων και πολιτικών από οικονομικούς παράγοντες, να αποκτήσει κύρος η ενημέρωση. Να εκλείψει το φαινόμενο ολόκληρα κόμματα και ομάδες πολιτικών, ή μεμονωμένοι βουλευτές, να στρατεύονται στην υποστήριξη των συμφερόντων επιχειρηματιών κόντρα στα συμφέροντα του κράτους -όπως έγινε στην περίπτωση των τηλεοπτικών συχνοτήτων.
Η απαξίωση κυοφορεί εκπλήξεις
Αν κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα στον Τσίπρα και στον Μητσοτάκη με αυτά τα κριτήρια, δηλαδή ποιος κάνει πολιτική και ποιος συνοικιακό πετροπόλεμο, ποιος δρα υπέρ της πολιτείας και του δημόσιου συμφέροντος και ποιος κινεί συμπληρωματικά με όσους το έχουν καταπατήσει από χρόνια, τότε θα προκύψει ότι οι δημοσκοπικές και μιντιακές εικόνες για το συσχετισμό δυνάμεων και τις πολιτικές εξελίξεις είναι μαγικές κατασκευές. Αλλά οι εξελίξεις δεν κατασκευάζονται. Υπακούουν στη δική τους λογική, ενίοτε επιφυλάσσει οδυνηρές εκπλήξεις.
Η συμπαράταξη ΝΔ και συμφερόντων απέναντι στην κυβέρνηση – που έχει πολλές αδυναμίες, αλλά έχει να βγάλει πέρα και ένα έργο που δεν έβγαλαν οι προηγούμενοι- δεν οδηγεί σε κυβερνητική μεταβολή, όπως ελπίζουν όσοι συντηρούν το σημερινό αρρωστημένο πολιτικό περιβάλλον- αν και σ’ αυτό έχουν και οι κυβερνητικοί το μερίδιό τους. Οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής. Στην απομάκρυνση των πολιτών απ’ ότι συμβαίνει στο δημόσιο χώρο. Στην προτίμηση του «Κανένα» για την πρωθυπουργία.
Αν καταφέρει η αντιπολίτευση με τα υλικά παραγωγής της διαπλοκής που χρησιμοποιεί να απαξιώσει την κυβέρνηση - αλλά και αν η κυβέρνηση συνεχίσει να αυτοαπαξιώνεται με τα κάμωμα των δικών της, συν την πληγή του Καμένου- τότε το αποτέλεσμα των επομένων εκλογών δεν θα οδηγήσει σε αλλαγή κυβέρνησης.
Θα οδηγήσει απλώς σε ακυβερνησία καθώς θα επαναληφθεί ο Μάιος του 2012- αλλά με μεγαλύτερη αποχή. Αυτή την έκπληξη κανείς δεν θα την αντέξει για δεύτερη φορά…
Ανοιχτό Παράθυρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου