Σάββατο 31 Μαΐου 2008

ΕΙΠΑΝ















Kώστας Kαραμανλής
: Θα μπορούσε να ήταν θα, αν το μπορεί ήτανε ίσως...

Γιώργος Παπανδρέου: Στα βαθιά, τα νερά είναι ακόμα κρύα.

Ευάγγελος Βενιζέλος: Καμιά φορά στα βαθιά, τα νερά δεν είναι τόσο κρύα.

Αλέξης Τσίπρας: Στα βαθιά, τα νερά είναι μάλλον... βαθιά!

Γιώργος Καρατζαφέρης: Τα βαθιά νερά θέλουν και μεταξωτά μαγιό...

Aλέκα Παπαρήγα: H Mαύρη θάλασσα δεν είναι πλέον κόκκινη…
Το καταγάλανο Aιγαίο έγινε κατάμαυρο από τα Ρωσικά πετρέλαια…
Και τα πέλαγα της Κίνας είναι για μένα Kινέζικα...

Tζάμπα θα πάει το μαγιό, σύντροφοι...

Ελληνικός Λαός: Μάνα, μου ’σπάσαν τα νερά.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Ο ΚΑΙΡΟΣ











Καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι οι υπερβολικές προφυλάξεις δεν εξασφαλίζουν μακροβιότητα. Ένας γνωστός μου δεν έπινε για να μην πάθει κύρωση του ήπατος, δεν κάπνιζε για να μην πάθει έμφραγμα, δεν έκανε σεξ για να μην πάθει έιτζ…

Τελικά, τον πάτησε αυτοκίνητο!


Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

ΣAΣ ΠPOTEINΩ

Aν η βενζίνη σας φαίνεται ακριβή, μπορείτε αντί βενζίνη να βάλετε στο αυτοκίνητό σας σαμπάνια… Είναι φθηνότερη!

Aν το Σαββατοκύριακο μείνετε μέσα... Φωνάξτε κλειδαρά...

Προσοχή όταν βγαίνετε έξω, μη μείνετε μέσα...

Πάντως, αν θέλετε να φύγετε άνετα, προτιμήστε τις κλειστές φυλακές Aλικαρνασσού...

Aν δεν έχετε μετρητά να πληρώσετε την κάρτα Diners, πληρώστε την με Visa... Και την Visa με Master card…

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΩΝ… N0 2

Καλό παιδί ο κουμπάρος μου ο Λευτέρης, αλλά έτσι και του μπει κάτι στο μυαλό, άντε να του το βγάλεις.

« Κουμπάρε, δεν γίνετι, φέτους θα κάνουμι Πάσχα στ’ Αγρίνιο. Ιξάλλου μου το υποσχέθηκις. »

« Μα... »

Το μάτι του γυάλισε.

« Δεν έχει μα και ξιμά, τ’ αρνί που θα φας στο χωριό, δεν ειν’ αρνί, είναι

Άλλο πράμα! »

Λάδι έβαλα στο παιδί του, δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Μεγάλη Πέμπτη απογευματάκι μπήκαμε στο Λαντ Ρόβερ, ακούσαμε ίσαμε εκατό φορές τον Πάριο να κλαίει και να οδύρεται, «το πουλάω το σπίτι» και φτάσαμε βαλαντωμένοι στο Αγρίνιο.

Το μεγάλο Σάββατο με πήγε μια βόλτα «δίπλα», να δω πως φτιάχνονται οι ρουκέτες.

Καμιά δεκαριά μαντράχαλοι μαζεμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο μπαρούτι και μασούρια επιδίδονταν με τρόπο τελετουργικό στην κατασκευή των ρουκετών.

Με το που με είδανε να ιδρώνω και να κιτρινίζω βάλανε τα γέλια κι «ανάψαν» κάνα δυο για πάρω κι εγώ τον αέρα.

Απ’ τον πολύ αέρα τρόμαξα, αλλά ήταν σαν να έκανα καρδιογράφημα… Με την τρομάρα που πήρα από καρδιά περδίκι πρέπει να είμαι.

Το βράδυ βάλαμε τα καλά μας για να πάμε στην Ανάσταση.

Δεν πηγαίναμε καλύτερα στη Βαγδάτη; Αυτό δεν ήταν Ανάσταση, πόλεμος ήτανε! Και να κροτίδες να σκάνε δίπλα μας, και να τα καπνογόνα κι εμείς να χοροπηδάμε σαν τα τραγιά. Μια φωτοβολίδα έπεσε στα γένια του παπά… Μια γριά πήρε φωτιά από μια ρουκέτα…

Αφού γλιτώσαμε από την Ανάσταση γυρίσαμε στο σπίτι να φάμε μαγειρίτσα. Δεν πρόλαβε να μας κατέβει το αντεράκι και ο κουμπάρος ήθελε σώνει και καλά να με πάει στα μπουζούκια να δω πως διασκεδάζει η επαρχία.

Μπορούσα να πω όχι; Λάδι στο παιδί του έβαλα. Πήγαμε και στα μπουζούκια. Ένας κακομοίρης βγήκε να πει Καζαντζίδη και οι θαμώνες άρχισαν να φωνάζουνε.

«Πες κανένα του Πάριου.... Το πουλάω το σπίτι…»

Άρχισε ο σκύλος το «το πουλάω το σπίτι» και χάθηκε ο δόλιος μέσα στα λουλούδια... Του ήρθε κι ένα καλάθι στο μάτι κι ήρθε κι έδεσε το αυγολέμονο. Πάει ο σκύλος...

Γύρω στις έξι το πρωί γυρίσαμε και κατά τις 7 ο κουμπάρος έβαλε κλαρίνα στο μαγνητόφωνο και άρχισε να φωνάζει.

« Ιλάτε ρε, να του σουφλίσουμι. »

Και να ’μαι κι εγώ με μάτι πιο κόκκινο κι απ’ τα κάρβουνα να γυρνάω στην σούβλα το αρνάκι και ο Ζάχος να τραγουδάει στο κασετόφωνο τον Μενούση που «μεθυσμένος πάει την έσφαξε»

Και να την πέφτουν στο αρνί κουμπάροι, θείοι και ξαδέρφια και να το ξεπετσιάζουν… Και να τα κρασά και τα τσίπουρα...

« Άντε στην υγειά μας, κουμπάρε και του χρόνου με υγεία… »

Ήρθα και έγινα κουνουπίδι.

Κι εκεί που είπα, ωραία, την Δευτέρα θα κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι, με ξυπνάει από τα μαύρα χαράματα ο κουμπάρος για να με πάει σε ένα χωριό έξω από το Μεσολόγγι να δω τις ιπποδρομίες του Άη Γιώργη.

Κι εκεί που τρέχανε τα άλογα, παίρνει σβάρνα το ένα τ’ άλλο και γινόμαστε ένα μάτσο χάλια άλογα, θεατές και αναβάτες…

« Μην σηκώνεστε ακόμα τραβάμ», μας λέγανε τα συνεργεία της τηλεόρασης και το βράδυ με είδα αγκαλιά με τον κουμπάρο και μ΄ένα άλογο σε παράθυρο στο Μέγκα.

Και μετά η επιστροφή...

Μέχρι λίγο έξω απ’ το Αγρίνιο καλά ήτανε. Όταν πλησιάζαμε στο Αντίρριο η ουρά έφτανε ίσαμε τα δέκα χιλιόμετρα!

Στα διπλανά μας αυτοκίνητα άρχισαν να βρίζουν την κυβέρνηση…

Δυο άλλοι λέγανε ότι στις εκλογές θα ψηφίσουνε τον Καρατζφέρη!

Ο κουμπάρος να επιμένει ότι οι «πασοκατζήδες» είναι που κάνουν σαμποτάζ στην κυβέρνηση…

Τελικά κούτσα-κούτσα περάσαμε το Ρίο–Αντίρριο, ξανακούσαμε καμιά τριανταριά φορές τον Πάριο, «Το πουλάω το σπίτι…» και αφού φρακάραμε πενήντα φορές σε ισάριθμα σημεία της Εθνικής οδού, φτάσαμε κατά τις 6 τα ξημερώματα στην Καλαμαριά.

« Κουμπάρε, δεν μπορείς να πεις; Είχες ξανακάνει τέτοιου Πάσχα;»

« Όχι κουμπάρε », του είπα, « αυτό θα μου μείνει αξέχαστο, ήταν, πράγματι, κάτι το διαφορετικό. »

« Στο ’λεγα, αλλά δεν με πίστευες », συμπλήρωσε ο κουμπάρος και έβαλε μπρος το Λαντ Ρόβερ. «Και του χρόνου»

«Του χρόνου κουμπάρε δεν πάω πουθενά, θα κάτσω σπίτι μου», μουρμούρισα.

«Είπες τίποτα, κουμπάρε;»

«Τίποτα, κουμπάρε μου, τίποτα… Και του χρόνου…» απάντησα γρήγορα – γρήγορα κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Μες στην ησυχία της νύχτας άκουγα να σβήνει σιγά-σιγά η φωνή του κουμπάρου μου που κρατούσε σεγκόντο στον Πάριο…

«Το πουλάω το σπίτι μου… »

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

















Αγαπητοί "φίλοι" και "πιστοί αναγνώστες" των βιβλίων μου
.

Η γνώμη μου για την ποίηση του σήμερα και για τους ποιητές είναι γνωστή...
Ψάχνοντας κάτι "παλιά" αρχεία βρήκα μια ομιλία μου πάνω σ' αυτ'ό το θέμα. Την παράθέτω.
Ήταν πρίν από δύο περίπου χρόνια που η ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΛΕΣΧΗ ΑΘΗΝΩΝ με τίμησε για την "προσφορά μου στα Ελληνικά γράμματα"
Τους ευχαριστώ και πάλι....
Ευχαριστώ κι εσας

Β. Ν. Τριανταφυλλίδης

ΥΓ
Τα βιβλία μου που κυκλοφορούν από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ"
Όλα τα υπόλοιπα και κάποια στα οποία αναφέρεστε εσείς, κυκλοφορούν σε φυλλάδια...













Αγαπητοί φίλοι

Θέλω να σας ευχαριστήσω μέσα από την Ποντιακή μου καρδιά για τη σημερινή σας παρουσία και για την εξαιρετική τιμή που μου επιφυλάξατε.
Δεν έχω συνηθίσει σε τέτοιες τιμές και για να είμαι ειλικρινής, μπορώ να πω ότι τις αποφεύγω κιόλας.
Ίσως, γιατί πιστεύω ότι δεν είναι είδος προς διαφήμιση η λογοτεχνία κι ας διαφωνεί καμιά φορά με την άποψή μου αυτή ο εκδότης και φίλος μου Θανάσης Καστανιώτης.
Όταν, όμως, η τιμή προέρχεται από την Εύξεινο Λέσχη Αθηνών φαίνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν. Πέστε το αδυναμία, πέστε το περηφάνια, πέστε το ανάγκη προσωπική…
Έτσι μάλλον αισθάνομαι την τιμή αυτή… Σα λόγο καλό δικών μου ανθρώπων…
Ποιος είναι εκείνος που θα αρνιόταν τον καλό λόγο της μάνας του;
«Έμορφα τα ιστορίας και τα τραγωδίας ντο λες πουλόπο μ’, δέβασον κι άλλο…»
(Ωραίες οι ιστορίες και τα ποιήματά σου, πουλάκι μου, διάβασέ μου κάτι ακόμα)
Αυτά τα λόγια μου έλεγε η μάνα μου, η θεία Κίτσα, κάθε φορά που τις διάβαζα κάποιο απ’ τα ποιήματά μου… Κι εγώ τις διάβαζα κι άλλα γιατί η μάννα μου δεν μπορούσε να τα διαβάσει μόνη της… Ήταν αγράμματη…
Έχετε λοιπόν μπροστά σας, αγαπητοί φίλοι, έναν ποιητή που ο πρώτος του «αναγνώστης-ακροατής» ήταν αγράμματος!
Πάλι καλά, γιατί υπάρχουν και ποιητές «άδοξοι που ΄ναι», που δεν έχουν ούτε καν την τύχη αυτή… Ο μοναδικός αναγνώστης τους είναι ο εαυτός τους!
Μήπως, όμως, όμως, είναι καλότυχοι οι ποιητές που δεν έχουν αναγνώστες;
Μπορεί… Δεν εξαρτώνται απ΄αυτούς, δε χρειάζεται να καταφύγουν σε εφευρήματα και εντυπωσιασμούς για να συζητηθούν, για να αρέσουν…
Γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η ποίηση, η λογοτεχνία επί το γενικότερο, στις μέρες μας οδηγείται και τείνει να γίνει αξεσουάρ του
life style!!!
Ζούμε σε μια εποχή ανωριμότητας του πολιτισμού μας, αγαπητοί φίλοι, που επιτρέπει στο 10% του πληθυσμού του πλανήτη να ελέγχει το 90% του παγκόσμιου πλούτου, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπων σε παντελή ένδεια.
Ποτέ καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, το άτομο δεν ήταν τόσο φιλανθρωπικά απάνθρωπο όσο σήμερα.
Στην Ευρώπη του Διαφωτισμού προτιμούν να πετούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα για να κρατήσουν την τιμή αγοράς τους υψηλή, παρά να μοιραστούν την αφθονία της παραγωγής με τους πεινασμένους του κόσμου.
Είμαστε, δυστυχώς, ένας πολιτισμός ανθρώπων που καταναλώνουν και σπαταλούν…
Γιατί, λοιπόν, η λογοτεχνία να έχει καλύτερη τύχη από οποιοδήποτε άλλο καταναλωτικό προϊόν;
Η παγκοσμιοποιημένη εποχή μου, μου λέει ότι έχω ανατραφεί με τη νοοτροπία ότι δεν είμαι μέρος της φύσης, και ότι δεν προσδιορίζω τις ανάγκες μου με εκείνους των αναγκών της φύσης.
Αυτή η νοοτροπία μπορεί να μην ήταν αρκετά αληθινή το 1900, αλλά είναι σίγουρα πολύ αληθινή το 2000…

Η ποίηση είναι ένας αρχαίος τρόπος έκφρασης. Ακόμη και πριν από την ανάπτυξη της γραφής, οι πρωτόγονες κοινωνίες πέτυχαν τις ποιητικές ερμηνείες της θρησκευτικής, ιστορικής, και πολιτιστικής συνειδητοποίησής τους και τις παρέδωσαν στην επόμενες γενεές σε ύμνους και αφηγηματικά ποιήματα.
Ο κόσμος αλλάζει και εξελίσσεται με ρυθμούς ασύλληπτους. Μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια, η ανθρωπότητα έχει δει απίστευτες αλλαγές και εντυπωσιακές προόδους στην τεχνολογία και στην ιατρική που έχουν βελτιώσει τον τρόπο ζωής και τη μακροζωία σχεδόν κάθε ατόμου.
Οι παππούδες και γιαγιάδες μας ούτε στα όνειρά τους δε θα μπορούσαν να φανταστούν τον κόσμο που ζούμε σήμερα… Όπως αυτό που μέλλει να έρθει, είναι σχεδόν ασύλληπτο σε μας τώρα.
Σε αυτόν τον κόσμο, για το μόνο πράγμα που μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ότι όλα θα αλλάξουν.
Μέσα, όμως, σ΄αυτούς τους ιλιγγιώδεις μετασχηματισμούς, όπως λέει ο William Wordsworth, ο ποιητής παραμένει ο βράχος της υπεράσπισης της ανθρώπινης φύσης ή η πλήρης και πραγματική αλήθεια, όπως λέει ο Eliot.
Είναι καταπληκτικό και αξιοθαύμαστο ότι ένας μεγάλος ποιητής μπορεί εκατό χρόνια πριν, να γράψει λέξεις και έννοιες που μπορούν να μας πουν περισσότερα για το παρόν και λιγότερα για παρελθόν.
Τα αθάνατα χαρακτηριστικά της ποίησης από τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι σήμερα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, έχουν μεγαλύτερη σχέση με το σήμερα από την εποχή που γράφτηκαν.
Ως άτομα, όλοι προσπαθούμε να βρούμε την ηχώ και τις εξαρτήσεις μας σε έναν κόσμο πέρα από το παρόν, σε ένα κόσμο πέρα κι από μας ακόμα.
Όλοι επιδιώκουμε να βρούμε ένα σημάδι, μια κατεύθυνση…
Στην επιδίωξή μας αυτή το όχημα διαφυγής είναι η ποίηση και ίσως ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε την τη σύγχυση της εποχής που ζούμε.
Στις κοινές παραδόσεις της διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε μόνοι στην αναζήτησή μας για να βρούμε την έννοια στις ζωές μας.
Σε ένα παγκόσμιο σύνολο αγνώστων και μυστικών, η ποίηση γίνεται τρόπος και μέσο της επιβίωσης.
Μέσω της ποίησης, μαθαίνουμε να εξετάζουμε την αλλαγή, να δεχόμαστε τη χαρά και τη θλίψη, τη ζωή και το θάνατο…
Ίσως η ποίηση να είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε την μεμονωμένη και συλλογική ασυναίσθητη εμπειρία της ζωής.

Συνεχής αλληλουχία
Ζωής και θανάτου
Στο απώτατο όριο
Στην κυριολεξία του χρόνου.

Αρχή και τέλος δεν υπάρχει
Ούτε λάμψη ελέους
Στα τρομαγμένα μάτια των παιδιών
Που φθορίζουν σαν αναμμένα κάρβουνα
Στη νύχτα…

Να ‘μαστε τάχα
Οι λησμονημένες αισθήσεις των Θεών
Ή μήπως η πειραματική δοκιμασία
Στων ουδετέρων τις συσκοτιστικές επιθυμίες

Στην ατοπία των διλημματικών προσωπείων
Ξεψυχάει το παραλήρημα
Της δολίας παραβάσεως,
Όρκος ψευδής,

Παρότρυνση και εξορκισμός,

Δαίδαλος παραπλανητικών επιχειρημάτων
Και κανόνων καθιερωμένων,

Δευτέρα φύσις
Απόπειρας απεγνωσμένης.

Με την απόκρυφο κατάρα της αιωνίας ζωής
Κληροδότησαν τις προσδοκίες του μέλλοντός μας
Οι ομφαλοσκόποι με τις λευκές μπλούζες…

Με των προφητών τα πυρετικά οράματα
Την μεγαληγορία των προκαθημένων
Και των αλχημιστών την ουτοπία
Μας αποπλάνησαν οι επικυρίαρχοι

Και μας εγκατέλειψαν απερίβλητους
Υπήκοους σ΄έναν κόσμο άπειρο,
Κεκοσμημένο,

Όπως τον φαντάστηκαν
Οι δημεγέρτες και οι κομπογιαννίτες…

Σας ευχαριστώ