Ηνύχτα ήταν άγρια...
Η ξαφνική καταιγίδα και οι σχεδόν άδειες τσέπες μου με καθήλωσαν στη σαραβαλιασμένη πολυθρόνα του βρόμικου γραφείου μου. Χρωστούσα τρία νοίκια και ο διαχειριστής μουρμούριζε.
Τα καλοριφέρ δεν ανάβουν τα βράδια.
Έβγαλα απ’ το χαρτοκιβώτιο το τελευταίο «Bότρυς» και γέμισα το μόνιμα άπλυτο ποτήρι μου.
Το ρολόι σήμανε έξι. Ξημέρωνε…
Η δεύτερη γουλιά με χαλάρωσε. Έσπρωξα πίσω την πολυθρόνα, έγειρα λίγο προς τα μπρος το καπέλο και τέντωσα το κορμί μου.
Το μυαλό μου έτρεξε στα παλιά…
Το μυαλό μου έτρεξε στα παλιά…
Ωραίες μέρες! Οι παρέες στην εξουσία, τα ωραιότερα κορίτσια στα πόδια μας, φίνα ακριβά ρούχα, πριβέ σκαμπό στα καλύτερα μπαρ, πιστωτικές κάρτες, διακοποδάνεια…
Τώρα; Τώρα δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Μνημόνιο, πάγωμα μισθών, έκτακτη εισφορά, περικοπή του 14ου μισθού, κατάργηση του επιδόματος αδείας, αύξηση του ΦΠΑ…
Σηκώνω τους γιακάδες μου. Πολύ αργεί ο διαχειριστής ν’ ανάψει τον λέβητα.
H ώρα στο CASIO QUARTZ έδειχνε εφτά. Μου χρειαζόταν ένας διπλός μαύρος καφές χωρίς ζάχαρη.
Κατέβηκα αργά τις σκάλες. Τύλιξα το κασκόλ στο λαιμό μου, πίεσα πιο βαθιά το καπέλο μου, σήκωσα τους γιακάδες της καμπαρτίνας και βγήκα. Η βροχή συνέχιζε με την ίδια ένταση.
Στο περίπτερο της στοάς χάζεψα τις εφημερίδες, «TO MNHMONIO EINAI EYTYXIA», έγραφε το «ΕΘΝΟΣ» στην πρώτη σελίδα. Το «ΒΗΜΑ» έδειχνε πιο συγκρατημένο: «ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΞΑΝΑΒΓΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ»
Αγόρασα το Play Boy του Φεβρουαρίου, όπως κάθε μήνα, για να καταπολεμήσω την κατάθλιψή μου.
Κάθισα στο «GOODY’S» ν’ απολαύσω το διπλό εσπρέσο, αφού χρήματα για αυγά και μπέικον δεν περίσσευαν.
Καφές και ανάγνωση, ιδανικό πρωινό.
Καφές και ανάγνωση, ιδανικό πρωινό.
Όσο ζούμε ελπίζουμε, έλεγε ο μακαρίτης ο γέρος μου, αλλά δεν είχε υπ’ όψη του τον Γιωργάκη.
Τα κουρασμένα μάτια μου γούρλωσαν στη θέα του γυμνού κορμιού της Τζούλιας στο εξώφυλλο.
Τέλειωσα τον καφέ. Έβαλα το Play Boy κάτω από την καμπαρτίνα για να μη βραχεί η Τζούλια και τράβηξα κατά το γραφείο.
Χαιρέτησα βιαστικά τον διαχειριστή και προχώρησα. Η ατμόσφαιρα τώρα ήταν πιο γλυκιά. Άφησα την Τζούλια πάνω στο γραφείο και κρέμασα την καμπαρτίνα και το καπέλο μου στον καλόγερο. Ξάπλωσα στην πολυθρόνα και έκλεισα τα μάτια.
Οι άνθρωποι, οι ιδέες, τα συνθήματα... Ο Καραμανλής, ο Γιωργάκης ο Παπακωνσταντίνου, η Μπιρμπίλη, η Βάσω, ο Αλογοσκούφης, η Ντόρα, οι συνδικαλιστές της ΓΣΣE και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ...
Μαζί κι οι κουρασμένες φωνές απ’ τα ραδιόφωνα...
Κι από την άλλη η τηλεόραση με τις «ειδήσεις», τα προκατασκευασμένα γκάλοπ, τα τηλεπαιχνίδια, τα σίριαλ της συμφοράς, τις Τουρκικές σαπουνόπερες…
Στην Ελλάδα όλα ίδια είναι.
Έτσι πρέπει να ήτανε κι από την αρχή. Μάλλον δεν καταλάβαμε. Μπορεί να μη θέλαμε να καταλάβουμε κιόλας.
Κι από την άλλη η τηλεόραση με τις «ειδήσεις», τα προκατασκευασμένα γκάλοπ, τα τηλεπαιχνίδια, τα σίριαλ της συμφοράς, τις Τουρκικές σαπουνόπερες…
Στην Ελλάδα όλα ίδια είναι.
Έτσι πρέπει να ήτανε κι από την αρχή. Μάλλον δεν καταλάβαμε. Μπορεί να μη θέλαμε να καταλάβουμε κιόλας.
Κάπου μας βόλεψε το ψέμα… Μήπως με το ψέμα δε ζήσαμε καλά τόσα χρόνια;
Άνοιξα τα μάτια μου. Η Τζούλια πάνω από το γραφείο τώρα μου χαμογελούσε...
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΚΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου