Τα νόθα
του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού
Του Γιώργου
Κατρούγκαλου
«Επισημάναμε
από την αρχή και χωρίς δισταγμούς το σφάλμα του Μνημονίου. Αλλά στηρίξαμε από
την αρχή και όσα σωστά περιλάμβανε, κυρίως τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Αποδείχθηκε ότι είχαμε δίκιο όταν μιλούσαμε για το λάθος του πρώτου Μνημονίου.»
Έτσι ξεκινά η συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός στην...
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία. Ο ακροβατισμός της διάκρισης του πρώτου από το δεύτερο μνημόνιο
είναι προφανής και δεν ξεγελά κανένα. Καμιά ουσιώδη διαφορά δεν έχουν τα δύο
μνημόνια, διότι και τα δύο αποτελούν επανάληψη της γνωστής συνταγής του ΔΝΤ,
μια ακόμη εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της ‘Συναίνεσης της
Ουάσιγκτον’, με μία μόνο βασική ιδιομορφία: ότι παρόμοιες πολιτικές «σοκ και
δέους» επιχειρήθηκαν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση σε μία χώρα του «Πρώτου Κόσμου».
Όπως
ομολογήθηκε από τους ίδιους τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ που έσυραν τη χώρα στο
πρώτο μνημόνιο, για την κατάρτιση του ‘δεν είχε γίνει η παραμικρή προετοιμασία
και απλώς την τελευταία στιγµή αποµονώνονταν τµήµατα από παλαιότερα µνηµόνια
του ∆ΝΤ µε την Τουρκία, το Μεξικό ή την Ουγγαρία και προσαρµόζονταν βιαστικά
για να συνθέσουν το ελληνικό µνηµόνιο’ (…) ‘Είναι µια κακή συρραφή, ένα
«µνηµόνιο-Φρανκενστάιν»’ .
Οι
διαρθρωτικές αλλαγές που υπερασπίζεται ο πρωθυπουργός, αποτελούν τη γνωστή, ήδη
από τη Χιλή του Πινοσέτ, συνταγή:
• Συμπίεση του μισθολογικού κόστους και απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ιδιωτικής κερδοφορίας
• Μαζική μεταφορά πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, μέσω ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσιοποίηση των ζημιών των τραπεζών
• Μονεταριστική πολιτική λιτότητας με έμφαση στη δραματική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών.
• Συμπίεση του μισθολογικού κόστους και απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ιδιωτικής κερδοφορίας
• Μαζική μεταφορά πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, μέσω ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσιοποίηση των ζημιών των τραπεζών
• Μονεταριστική πολιτική λιτότητας με έμφαση στη δραματική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών.
Σε όσους
τονίζουμε το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των μνημονίων προβάλλεται συχνά το εξής
επιχείρημα: «είναι νεοφιλελευθερισμός η λαίλαπα των φορολογικών μέτρων και η
αλλοπρόσαλλη πολιτική που εφαρμόζεται τα τρία τελευταία χρόνια; Τα μέτρα αυτά
οφείλονται αποκλειστικά στους έλληνες πολιτικούς.» Μακριά από μένα κάθε σκέψη
απόκρυψης των ευθυνών του φαύλου ελληνικού πολιτικού συστήματος. Όπως έγραφε
προφητικά ο Π. Κονδύλης ήδη από το 1991, όλα αυτά τα χρόνια το κομματικό
σύστημα αποτελούσε «αγωγό εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του
διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά του να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας
παροχές ψήφων», «εκχωρώντας, έτσι, τις αποφάσεις για το μέλλον της στους
δανειοδότες της» .
Δεν
ανήκει, όμως, στο αμαρτωλό κομματικό σύστημα της χώρας η αποκλειστική ευθύνη
για την κρίση. Αυτή είναι παγκόσμια και απλώς οι αμαρτίες του ελληνικού
πολιτικού συστήματος επιτείνουν ακραία στη χώρα μας τις δυσμενείς συνέπειες
της. Για την ακρίβεια, η ήπειρος μας και η χώρα μας βιώνουν τη συρροή μιας
οικονομικής και μίας θεσμικής κρίσης: μιας γενικότερης, του παγκόσμιου
καπιταλισμού, η οποία διαπλέκεται με τη στρεβλή διαδικασία και τα προβλήματα
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ουσία της συνίσταται στις τεκτονικές τριβές που
προκαλεί η μετάβαση από το κεϋνσιανό κράτος της ελεγχόμενης αγοράς στο
νεοφιλελεύθερο μοντέλο της σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της.
Άλλωστε,
και ο νεοφιλελευθερισμός έχει δύο όψεις: την ιδεολογική και την πραγματιστική.
Η πρώτη μόνο, όπως αποτυπώνεται στα γραφτά του Χάγιεκ και του Φρίντμαν, έχει
την απεσταγμένη καθαρότητα να επιμένει ότι η αγορά πρέπει να παραμένει εντελώς
αρρύθμιστη από το κράτος, στους δικούς της αποκλειστικά ρυθμούς. Η δεύτερη, ο
εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός, αποτελεί μια ταξική πολιτική επικράτησης των
μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων πολύ πιο εκλεκτική. Αντί, για παράδειγμα, να
αφήσει τις μεγάλες συστημικές τράπεζες να καταρρεύσουν, όπως θα επέβαλε ο
«καθαρός» φιλελευθερισμός, τις διέσωσε με δημόσιο χρήμα. Με αυτό τον τρόπο
μετέτρεψε μια τραπεζική κρίση υπερδανεισμού σε παγκόσμια δημοσιονομική κρίση.
Στην
Ελλάδα, συνεπώς, εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελούν μόνο όσοι
αυτοχαρακτηρίζονται έτσι, από τον κύριο Τζήμερο και τον κύριο Μάνο έως την
κυρία Μπακογιάννη. Ο συρφετός, άλλωστε, αυτών των ιδεολογικών απόψεων ποτέ δεν
ξεπέρασε στις κάλπες το ποσοστό του 3%. Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα
διαπλέκεται με τον παλαιοκομματισμό του ρουσφετιού και της πατρωνείας και στα
δύο κυβερνητικά κόμματα. Παρά την ύπαρξη της «λαϊκής δεξιάς» στη Νέα Δημοκρατία
και τις αταβιστικές επικλήσεις της 3ης Σεπτέμβρη στο ΠΑΣΟΚ και τα δύο κόμματα
αποτελούν πλευρές του ίδιου νόθου, ελληνικού νεοφιλελευθερισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου